Ας αφήσουμε και πάλι τα δημοτικά κι ας πούμε μια κουβέντα κάπως διαφορετική. Εδώ μιλούν ο Προμηθέας με την Αριάδνη, αναζητώντας μια χαμένη (κρυμμένη πίσω από γρίφους) Κιβωτό που θα χαρίσει στην ανθρωπότητα την "Αργυρή Εποχή"
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο με τίτλο "Αργυρή Εποχή των Ανθρώπων", (εν συντομία RGR)
Της
άρεσε που τον άκουγε να μιλάει έτσι και ακόμα πιο πολύ της άρεσε να την
ακουμπάει τρυφερά ή να την φιλάει. Ωστόσο το μυαλό της τριγύριζε σε όλα όσα
είχαν μπροστά τους. Οι σκέψεις της γύριζαν σαν σβούρα, πότε στα γράμματα και
στα μυστήρια του ταξιδιού, πότε στην ερωτική της μανία, πότε στον φόβο της για
τους κινδύνους που τους παραμόνευαν, πότε στη γλυκιά σκέψη μιας ζωής μαζί με
τον Προμηθέα και πότε στην αγανάκτησή
της που δεν είχε καταλάβει τίποτα από αυτό το κλειδί της Κιβωτού που φύλαγαν
τόσες φυλές εκατό τουλάχιστον γενιές πριν από αυτούς. Ποιοι άνθρωποι ή θεοί
είχαν φτιάξει ένα τέτοιο κλειδί και τι είχαν κλειδώσει με αυτό; Ήταν άραγε
άνθρωποι μιας «χρυσής εποχής» που θα τους χάριζαν μιαν «αργυρή εποχή» ή
επρόκειτο απλά για ένα καπρίτσιο των θεών που έπαιζαν με τους ανθρώπους όπως τα
παιδιά στο χωριό έπαιζαν με τα μυρμήγκια και τις μύγες;
-Μια
φορά μικρή είχα γεμίσει με νερό μια μυρμηγκοφωλιά και είχα προκαλέσει τρομερό πανικό σε ολόκληρο το πληθυσμό των μυρμηγκιών,
είπε η Αριάδνη
-Ε,
και λοιπόν; όλοι τα έχουμε κάνει αυτά
-Σκεφτόμουν
πως και ο μεγάλος κατακλυσμός για τον οποίο μιλούσαν οι παραδόσεις μας μπορεί
να ήταν μια παρόμοια απερισκεψία μιας μικρής θεάς που, παίζοντας με τα νερά,
πλημμύρισε με νερό τη Γη, τη δική μας «μυρμηγκοφωλιά». Δεν θα μπορούσε να είναι
και έτσι;
-Μμμ
… ναι, θα μπορούσε! οι άνθρωποι είμαστε πολλές φορές τα παιχνίδια των θεών, όσο
τουλάχιστον εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε τα πιο πολλά από τα “γιατί” αυτού
του κόσμου
Η
Αριάδνη συνέχισε να αναρωτιέται για όλα αυτά που τους συνέβαιναν. Ήταν άραγε απλά
πιόνια σε ένα παιχνίδι που ούτε καν το καταλάβαιναν ή μήπως ήταν έντιμοι
στρατιώτες της φυλής τους και ολόκληρης της ανθρωπότητας με έπαθλο την ίδια τη
συλλογική ευτυχία; Δεν είχε ψευδαισθήσεις σχετικά με τη δυνατότητα να είναι η
ζωή μια διαδρομή χαράς με ευτυχισμένο τέλος. Ήξερε καλά, όπως ήξερε και
ολόκληρη η φυλή στο Δικταίο αλλά ακόμη ήξεραν και οι άλλοι λαοί της Αστερίας ή
της Πελασγίας ότι η ζωή ήταν δύσκολη και γεμάτη πίκρες και καημούς. Παιδιά
χάνονταν, «δικοί μας» άνθρωποι αρρώσταιναν, μανάδες και πατεράδες πέθαιναν,
κακοτυχίες, φυσικές καταστροφές τύχαιναν συνεχώς. Η μοίρα των ανθρώπων είχε
πάντοτε πολλά δεινά. Η ομορφιά της νιότης περνούσε καθώς βάραιναν τα χρόνια και
κύρτωναν τα κορμιά οδηγώντας τα στο οριστικό τέλος.
-Όμη,
θα σου αρέσω κι όταν δεν θα είμαι πια όμορφη; τον ρώτησε ξαφνικά
Της
χαμογέλασε και την χάιδεψε πάλι στο μάγουλο
-Πάντοτε
θα είσαι όμορφη Άνη, αυτό δεν θα πάψει ποτέ!
-Θα
έχεις πάντα την ίδια μανία μέσα σου για μένα;
-Αν
τη χάσω, νιώθω πως θα χαθώ, της είπε κοιτώντας την ίσια στα μάτια
Κούρνιασε
στην αγκαλιά του και συνέχισε να σκέφτεται. Μπορούσε άραγε μέσα από αυτόν τον
καημό της απώλειας να προκύψει μια ευτυχία για τους ανθρώπους; Ήταν ποτέ δυνατό
να έρθει μια εποχή στην οποία οι άνθρωποι θα έπαυαν να νιώθουν τον φόβο του
θανάτου, θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τον καημό της φθοράς; Η Αριάδνη δεν
τολμούσε να το ελπίζει αλλά δεν έχανε την πίστη της στον σκοπό τους, έστω κι αν
τον ερμήνευε διαφορετικά.
Ήταν
σίγουρη ότι η "χρυσή εποχή" του παρελθόντος δεν σήμαινε ζωή γεμάτη πλούτο, δύναμη και
χρυσά αντικείμενα αλλά ζωή γεμάτη εγκαρτέρηση, μια ζωή γεμάτη με
γνώση, γεμάτη με ερωτικές "μανίες" όπως αυτή που τους είχε καταλάβει και έδινε ένα
διαφορετικό νόημα στη ζωή τους. Μια χρυσή εποχή γι αυτήν σήμαινε ότι όχι μόνο
οι «μανίες» των ανθρώπων θα ήταν επιτρεπτές αλλά και ότι τα φθαρτά αντικείμενα
των θνητών δεν θα κυριαρχούσαν πάνω στα συναισθήματα και στη λογική. Αυτό ήταν
για την Αριάδνη πολύ σημαντικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου