Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Μια ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ εν όψει του αυριανού δημοτικού συμβουλίου με τις Δημαιρεσίες


Από ένα βιβλίο που γράφεται, προδημοσίευση μιας σελίδας
Το βιβλίο έχει τίτλο "Στα Άκρα". Το κεφάλαιο αναφέρεται σε μια Χρυσαυγίτισα και ένα Κνίτη

Έφυγαν από την ταβέρνα και περπάτησαν αγκαλιά. Ένιωθαν ευτυχισμένοι. Ήταν το συναίσθημα που γεμίζει τα νιάτα και τα ομορφαίνει, ήταν το ένστικτο της αναπαραγωγής που εκπληρώνει τον σκοπό του ζώου μέσα στον άνθρωπο, ήταν μια πηγή ενέργειας που ολοκληρώνει τη ζωή και σταματάει τον χρόνο, ήταν ο λόγος για να ζεις. Όλα αυτά τους συντρόφευαν ολόκληρο εκείνο το βράδυ μαζί με το κρασί, τα φιλιά και το τραγούδι και δεν τους άφησαν τα πολλά βράδια που ακολούθησαν. Ήταν ο έρωτας!
Μπήκαν σε ένα ξενοδοχείο που υπήρχε εκεί κοντά και το βρήκαν στον δρόμο τους. Δεν είχε σημασία το δωμάτιο, δεν είχε σημασία το κρεβάτι, δεν είχαν σημασία τα σεντόνια, δεν είχε σημασία τίποτα. Μόνο το κορμί του ενός και το κορμί του άλλου. Και το μυαλό του ενός γεμάτο από τις εικόνες του άλλου. Και οι αισθήσεις τους γεμάτες από τα ερεθίσματα του άλλου. Μόνο οι δυο τους και κανείς άλλος ανάμεσά τους.
Ούτε Χρυσή Αυγή και Στόχος, ούτε ΚΚΕ και Ριζοσπάστης, ούτε Μαρξ ή Λένιν, ούτε Νίτσε ή Βάγκνερ, κανείς άλλος δεν ήταν εκεί παρά μόνο οι δυο τους. Μόνο τα λόγια τα ερωτικά, τα αγγίγματα, τα φιλιά, τα σώματά τους. Χωρίς τους φίλους, τους δικηγόρους ή τους δικαστές, χωρίς εγκλήματα και τιμωρίες. Μόνοι έξω από την κοινωνία, τον χώρο και τον χρόνο.
Έζησαν τον έρωτα μέχρι το πρωί, ώσπου τα δυο σώματα κουράστηκαν και δεν είχαν τίποτε άλλο να δώσουν. Και τότε, αντί για το συνηθισμένο κενό, ο Στράτος ένιωσε πως είχε ακόμα δίπλα του έναν άγγελο. Όχι ένα σώμα χρησιμοποιημένο και άδειο από την ένταση και τον πόθο, αλλά ένα σώμα που ήθελε ακόμα να το κρατάει αγκαλιά και να το γεύεται, να το μυρίζει και να το νιώθει. Ήταν ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα γι αυτόν και τον έκανε να νιώσει ευεξία. Κι εκείνη, τον είδε δίπλα της το πρωί και κατάλαβε τι σήμαινε η λέξη έρωτας στα ποιήματα που διάβαζε και στα βιβλία που προσπαθούσαν να τον περιγράψουν με χίλιες λέξεις. Δεν θα χρειαζόταν πια κανέναν συγγραφέα ή ποιητή και καμία φιλενάδα ή γυναικεία στήλη για να της εξηγήσουν τι ήταν ο έρωτας. Ήταν αυτό που είχε νιώσει εκείνη ολόκληρο το βράδυ, ήταν οι αμέτρητες δονήσεις του κορμιού της, ήταν η ατελείωτη θάλασσα στην οποία είχε κολυμπήσει, ήταν το συναίσθημα της πληρότητας που την κατέκλυζε.
Ντύθηκαν και βγήκαν έξω στη Θεμιστοκλέους που βούιζε από κόσμο αυτοκίνητα και καυσαέρια. Ήταν κι όλας πρωί. Έφαγαν από ένα κουλούρι και ήπιαν όρθιοι ένα καφέ. Ένιωθαν ανυπόκριτα πως  αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής τους.
-Θα πας στη δουλειά; τη ρώτησε
-Ναι, θα με πας εσύ ή να πάρω τον ηλεκτρικό;
-Θα σε βάλω σε ταξί, εγώ θα πάω ξανά στου Ζωγράφου, της είπε
-Πότε θα ξαναβρεθούμε; τον ρώτησε
-Αύριο στις επτά, στο ίδιο ξενοδοχείο, της απάντησε

Δεν υπάρχουν σχόλια: