Από ένα ανέκδοτο βιβλίο που έχει τίτλο "Το Δίδυμο Άστρο" (και που ελπίζω ότι σύντομα θα εκδοθεί), προ-δημοσιεύω ένα κεφάλαιο, με τίτλο "το λιμάνι των ερώτων" που διαδραματίζεται το 1906 στον Πειραιά και τη Δραπετσώνα (στα Βούρλα).
Εμένα μου αρέσει, ελπίζω να αρέσει και σε σας που θα το διαβάσετε. Είναι το ΣΤ' κεφάλαιο, ένα μικρό μόνο μέρος του βιβλίου που περιλαμβάνει 26 τέτοια κεφάλαια και είναι ένα μυθιστόρημα, ερωτικό, αστυνομικό και εποχής ταυτόχρονα.
Η
βόλτα στο λιμάνι ήταν σύντομη γιατί πολύ γρήγορα πήρε να βραδιάσει και δεν
ήθελε να μείνει έξω με το σκοτάδι σε μια πόλη που του ήταν ξένη και άγνωστη.
Στο σπίτι της κυρά Ερμιόνης, κι ας ήταν φτωχικό, υπήρχε ζεστό φαγητό, κάτι
χόρτα με λάχανα, κι ένα κρεβάτι για να ξαπλώσει και να κοιμηθεί. Μετά από το
δύσκολο ταξίδι με το ψαροκάικο, αυτό το κρεβάτι ήταν βασιλικό. Τα όνειρά του
ήταν πολύπλοκα, τόσο που δεν προλάβαινε να κυνηγά οπτασίες και να ζει εναλλαγές
έντονων συναισθημάτων. Η μάνα του στο νησί κι ο θείος του στην Αμερική, τα δυο
κορίτσια, εκείνο της διπλανής πόρτας και το άλλο των Βούρλων, συχνά σε μια
συσκευασία και οι δυο, ακόμα και ο Ψάρακας και η Ερμιόνη δεν τον άφησαν σε
ησυχία. Εκεί που πήγαινε να βυθιστεί στον ύπνο, να’ σου το όνειρο που τον ξυπνούσε
μέσα στην ομορφιά και την γλύκα του, κι ύστερα, όταν πάλι τον έπαιρνε ο ύπνος,
να’ σου ένας εφιάλτης που τον ξυπνούσε μέσα στην τρομάρα. Μόλις που είχε
χαράξει όταν αποφάσισε πως δεν μπορούσε άλλο πια να στριφογυρνάει στο στρώμα
του και σηκώθηκε.
-Θέλεις
ένα ρόφημα; έχω ζεστό σαλέπι, του είπε η Ερμιόνη που κι αυτή είχε ξυπνήσει από
τα άγρια χαράματα
-Σ’
ευχαριστώ θείτσα, της είπε, το θέλω πολύ
Το
ήπιαν στην αυλή. Ο καιρός ήταν μαλακός και κάθονταν σε ένα πεζούλι ασπρισμένο.
Δίπλα τους μύριζαν ακόμη τα νυχτολούλουδα.
-Εδώ
το μέρος θυμίζει το νησί μου, της είπε
-Στον
Πειραιά όλοι νησιώτες είμαστε, εμείς από την Ίμβρο βρεθήκαμε στο Ντεντέ Αγάτς
και μετά ήρθαμε εδώ στον Πειραιά, εσύ από πού είσαι γιόκα μου;
-Από
το Τσιρίγο, από τον Αβλέμονα
-Και
που πηγαίνεις τώρα;
-Στην
Αμερική! έχω ένα θείο εκεί και μου έστειλε το εισιτήριο
-Τυχερός
είσαι! δεν μου είπες, όμως, πως γνώρισες την ανιψιά μου;
-Με
έβγαλε μια βάρκα στην Κρεμμυδαρού και πήγα στα Βούρλα, νόμιζα πως ήτανε πανδοχείο
αλλά η Ευθαλία μου είπε ότι … δεν ήταν έτσι εκεί!
-Και
σου είπε η ανιψιά μου να νοικιάσεις δωμάτιο;
-Όχι,
δεν μου είπε κάτι τέτοιο αλλά εγώ μπορώ να σας πληρώσω, και στο πανδοχείο θα
πλήρωνα έτσι κι αλλιώς, πείτε μου τι σας χρωστάω
-Μα
τι λες παιδί μου, σε εμένα δεν χρωστάς τίποτα, στο δωμάτιο της Εφθαλιώς έμεινες,
αν θέλεις να πληρώσεις, δώσε τα σε εκείνη
-Εντάξει,
θα πάω σήμερα να το κανονίσω, της είπε, ίσως χρειαστεί να μείνω κι άλλο, μέχρι
να φύγει το υπερωκεάνιο για Αμερική
-Να
κάτσεις όσο θέλεις, εμένα δεν μου πέφτεις βάρος και το δωμάτιο είναι ελεύθερο έτσι
κι αλλιώς, όμως, … όπως σου είπα… να προσέχεις τον Ψάρακα, είναι κάθαρμα!
-Θα
προσέχω, είπε ο Θοδωρής
Ύστερα
από μια μικρή παύση, τη ρώτησε
-Θείτσα,
να σε ρωτήσω κάτι … ποιο είναι το κορίτσι που μένει δίπλα σας;
-Χμμ,
για τις αριστοκράτισσες μου λες;
-Εδώ
δίπλα σας, στην γαλάζια αυλόπορτα με τον άσπρο τοίχο…
-Κατάλαβα,
του είπε η Ερμιόνη, για τους Ορντινάκηδες μου λες, αυτό το κορίτσι, γιε μου, είναι
ένα ονειροπαρμένο και κακομαθημένο παιδί … αλλά τι φταίει η μικρή; έτσι τη
μεγαλώσανε, η μάνα της την έκανε έτσι, ψηλομύτα σαν τα μούτρα της!
-Μίλησα
λίγο μαζί της χτες, τη ρώτησα πως να πάω στο λιμάνι … πως την λένε;
-Βαγγελιώ,
αλλά … μην κάνεις όνειρα, την έχουνε περί πολλού
-Τι
όνειρα να κάνω; της απάντησε σχεδόν πειραγμένος, εγώ φεύγω, πάω Αμερική, δεν
σας το είπα;
-Φεύγεις
… εντάξει … αλλά είδα πως ρώτησες, λες να μην καταλαβαίνω;
-Και
τι κάνει; πηγαίνει ακόμα στο σχολείο;
-Πλέκει
και ράβει, μαθαίνει και χορό με μια δασκάλα που μένει εδώ πιο κάτω… τι άλλο να
κάνει μια γυναίκα; περιμένει τον καλό γαμπρό με τα λεφτά, αυτό κάνει!
-Πάντως
είναι μικρή ακόμα, είπε ο Θοδωρής
-Ο
πατέρας της έχει ένα κρεοπωλείο, του Παναγιωτάκη Ορντινάκη με το όνομα! όσο για
τη μάνα της, αυτή έχει μεγάλη λόξα, όλο για την Αίγυπτο και πόσο πλούσια και
πόσο μεγαλοπιασμένη ήταν εκεί λέει συνέχεια σε όλους!
-Από
εκεί ήρθαν;
-Κανείς
δεν ξέρει από που ήρθε η Γαρούφω, λέει πως είναι από την Αίγυπτο αλλά ποιος την
πιστεύει; κι ο Ορντινάκης είναι Κρητικός, αλλά ήρθε από τη Σμύρνη! στο λέω όμως
παλικάρι μου, δεν είναι για τα δόντια σου η μικρή, αυτοί και οι δυο θέλουνε να
την ξεφορτωθούν τώρα που είναι όμορφη και ζουμερή και μπορεί ακόμα να τυλίξει κανέναν
πλούσιο γέρο με πολλά λεφτά
Ο
Θοδωρής σκεφτόταν αυτά που του έλεγε η Ερμιόνη
-Βγάλε
την από το μυαλό σου νεαρέ, η Γαρούφω έχει μεγάλες βλέψεις για την κόρη της,
άμα σε δει να την κοιτάς έτσι όπως δε βλέπω, θα σου βγάλει τα μάτια στη στιγμή
χωρίς να το καταλάβεις, κακομοίρη μου, πρόσεχε!
-Εντάξει
θεία Ερμιόνη, θα προσέχω, της είπε
Μόλις
ο ήλιος σηκώθηκε κάπως στον ορίζοντα και ζέστανε την ατμόσφαιρα ο Θοδωρής
ξεκίνησε για το λιμάνι. Πήγε και ρώτησε για τις αναχωρήσεις κι έμαθε ότι
υπερωκεάνιο για Αμερική θα έφευγε σε ένα περίπου μήνα. Έπρεπε να μείνει κάπου σε
όλο αυτό το διάστημα και σκέφτηκε να κάνει μια συμφωνία με την Ευθαλία. Πήγε
λοιπόν στα Βούρλα. Μετά από μια ώρα περίπου δρόμο ανάμεσα σε έλη και καλαμιές
όπου συναντούσε κάθε καρυδιάς καρύδι, πέρασε τον Άγιο Διονύση και τις γραμμές
κι έφτασε στην Δραπετσώνα. Στάθηκε μπροστά στην Πορτάρα των Βούρλων και ζήτησε
να μπει. Μόλις τον είδε ο Ψάρακας ήρθε προς το μέρος του.
-Τι
θέλεις εδώ ρε μαγκίτη;
-Θέλω
να πάω στην Ευθαλία, του είπε ο Θοδωρής
-Γιατί
θέλεις τη δικιά μου, δεν σου κάνουνε οι άλλες; Τόσες ωραίες γυναίκες έχει το
μπουρδέλο, στην Ευθαλία κόλλησες εσύ;
-Εσένα
τι σε πειράζει; μήπως δεν πλήρωσα;
-Για
να μπεις σήμερα, όμως, θα με πληρώσεις προκαταβολή!
-Εντάξει,
είπε ο Θοδωρής και του μέτρησε πέντε τάλιρα
Ο
νταβατζής έπαιξε με τα λεφτά στην χούφτα του, τον κοίταζε με μισό μάτι, γιατί
δεν του άρεσαν τα πολλά-πολλά με τις προστατευόμενές του, και του έγνεψε να
περάσει. Η Ευθαλία τον δέχτηκε με ενθουσιασμό που, φυσικά, δεν τον έδειξε στον
Ψάρακα. Μόλις ο Θοδωρής μπήκε μέσα, εκείνη έκλεισε την πόρτα κι έπεσε στην
αγκαλιά του. Τον γέμισε με φιλιά και του έδειχνε πόσο πολύ χάρηκε που τον
ξαναείδε.
-Έλα,
σε θέλω, του είπε
Ο
Θοδωρής ήθελε να της μιλήσει αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Χτες είχε κάνει
για πρώτη του φορά έρωτα με γυναίκα και τώρα δεν κρατιότανε ούτε στιγμή. Έπεσε
πάνω της, γδύθηκε χωρίς να νιώθει την χτεσινή ντροπή και σε χρόνο μηδέν της
έκανε έρωτα πριν εκείνη προλάβει καν να ζεσταθεί. Η Ευθαλία όμως δεν νοιαζότανε
γι αυτά, ήτανε επαγγελματίας. Ίσα-ίσα που το γρήγορο τελείωμά του θα επέτρεπε
μια συνέχεια αμέσως μετά. Ήταν νέος, είχε αστείρευτες δυνάμεις κι αυτό θα το
εκμεταλλευόταν δεόντως. Δεν ήταν συχνό το φαινόμενο μια πόρνη των Βούρλων να
απολαμβάνει το επάγγελμά της αλλά με τον Θοδωρή η Ευθαλία το είχε καταφέρει. Γι
αυτό και είχε χαρεί τόσο πολύ που τον είχε δει.
-Αγορίνα
μου, με κάνεις ευτυχισμένη, του είπε
Ξάπλωνε
δίπλα του και τον φιλούσε σε όλο του το σώμα. Δεν έκρυβε τις επιθυμίες της κι
αυτό άρεσε πολύ στον Θοδωρή που μάθαινε τον έρωτα από μια ιέρεια του είδους με
μεγάλη εμπειρία.
-Πήγες
στην θεία μου την Ερμιόνη; τον ρώτησε
-Ναι,
εκεί κοιμήθηκα χτες και ήρθα εδώ για να λογαριαστούμε, θέλω να μου πεις τι σου
χρωστάω για το χτεσινό βράδυ
-Μα
τι λες, δεν χρωστάς τίποτα, σε φιλοξένησα γιατί μου άρεσες, του είπε
-Θέλω
να μείνω κι άλλες μέρες, το πλοίο θα φύγει σε ένα μήνα περίπου κι αντί να μείνω
σε πανδοχείο λέω να μείνω σπίτι της θείας σου … όμως θέλω να σε πληρώσω, έχω
κάποια λίγα χρήματα
-Δεν
θέλω, του είπε εκείνη πεισματικά, από σένα δεν θέλω τίποτα!
-Μα
γιατί; πάρε αυτά που έχω τουλάχιστον, επέμεινε εκείνος
-Δεν
θέλω! εμένα μου αρκεί που θα μένεις στο δωμάτιό μου! το πολύ-πολύ πήγαινε σε
ένα μπακάλικο και ψώνισε τρόφιμα για την θεία μου, να μην τρως τσάμπα, να
δώσεις κάτι για να μην της γίνεις βάρος, εγώ δεν θέλω τίποτα
-Μπορώ
να μείνω σε ένα μακρινό θείο μου στην Αθήνα, της είπε, να μην γίνομαι βάρος
-Δεν
μου είσαι βάρος, για μένα, αγόρι μου, είσαι χαρά!
Έκαναν
έρωτα ξανά και τώρα όλα ήταν πολύ πιο γλυκά χωρίς την βιασύνη της πρώτης φοράς.
Απόλαυσαν και οι δυο τον έρωτα και αυτό τους έκανε να νιώθουν ευτυχισμένοι.
-Είχα
πολύ καιρό να νιώσω έτσι με άντρα, του είπε ψιθυριστά
-Και
ο Ψάρακας; αυτός δεν είναι ο αγαπητικός σου;
-Ήτανε
… μέχρι που έγινε νταβατζής μου και άλλαξαν όλα, είπε με θλίψη
-Εγώ
αν σε είχα γυναίκα μου δεν θα σε άφηνα εδώ
-Τι
γλυκό αγόρι που είσαι!
Τον
χάιδεψε απαλά και τον κράτησε όσο πιο σφιχτά μπορούσε στην αγκαλιά της. Ήταν
τρυφερή μαζί του και του έδειχνε καθαρά πόσο της άρεσε.
-Θέλω
όμως κάτι από σένα κι εγώ, του είπε
-Ό,τι
θέλεις, πες μου και θα το κάνω, της υποσχέθηκε
-Θέλω
να έρχεσαι εδώ κάθε δυο ή τρεις μέρες, να ζητάς να έρχεσαι σε μένα
-Δεν
θέλεις κάθε μέρα; τη ρώτησε εκείνος υπερθεματίζοντας
-Αν
έρθεις δυο μέρες απανωτές θα καταλάβει ο Ψάρακας ότι κάτι τρέχει
-Ε,
και; έκανε με άγνοια κινδύνου ο Θοδωρής
-Τότε
θα σε περιμένει με μαχαίρι στην Πορτάρα και θα σε καθαρίσει
-Κι
οι αστυνομικοί; δεν τους φοβάται;
-Δεν
πολυανακατεύονται, αφήνουνε τους νταβατζήδες να τρώγονται μεταξύ τους
-Εντάξει,
λοιπόν, θα έρχομαι κάθε δυο ή τρεις μέρες και θα σε ζητάω, έτσι ο Ψάρακας δεν
θα έχει τίποτα να πει
-Έλα
να το κάνουμε ξανά, του ζήτησε, δεν έχουμε πια πολύ χρόνο, θα πρέπει να φύγεις
σε λίγο και σε θέλω ξανά!
Το
έκαναν για μια ακόμα φορά και απόλαυσαν τον έρωτα και οι δυο. Για τον Θοδωρή
αυτό το νέο φρούτο ήταν μια αποκάλυψη. Για πρώτη του φορά ένιωθε έτσι με
γυναίκα και αισθανόταν πως είχε γίνει πλέον άντρας. Η Ευθαλία του άρεσε και τον
μάγευε αυτό που έκανε μαζί της αλλά δεν έβγαινε από το μυαλό του και η άλλη, η Βαγγελιώ,
που την είχε δει για πολύ λίγο αλλά του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η μορφή της.
Όταν
έφυγε από τα Βούρλα πήγε στο σπίτι της Ερμιόνης, που τώρα ήταν και δικό του
σπίτι, με την ελπίδα να ξαναδεί εκείνο το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Και την
είδε πραγματικά όπως και την επόμενη και την μεθεπόμενη και όλες τις μέρες που
πέρασε στον Πειραιά. Ο πάγος μεταξύ τους έσπασε όταν έπιασαν κουβέντα. Την
ρώτησε τότε για τον χορό, που ήξερε πως της άρεσε, κι η Βαγγελιώ άρχισε να του
μιλάει ελεύθερα και με πολύ καλή διάθεση για τη ζωή της. Ύστερα τον ρώτησε για
τη δική του ζωή και σιγά-σιγά έγιναν φίλοι. Κάθε πρωί περνούσε μπροστά από το
σπίτι της και την έβλεπε στο πορτόφυλλο όπου καθόταν σαν να τον περίμενε
-Βαγγελιώ,
πως περνάς τη μέρα σου;
-Πάω
στον Πειραϊκό σύνδεσμο, μου μαθαίνει χορό η κυρία Αμαλία … τέτοια
-Δηλαδή
όλη τη μέρα χορεύεις;
-Όχι
βέβαια, μόνο στα μαθήματα χορεύω, τις άλλες ώρες διαβάζω
-Και
που βρίσκεις βιβλία;
-Μου
φέρνει ο πατέρας μου, του παραγγέλνω κι εγώ αλλά μου φέρνει και μόνος του
-Θα
μου δώσεις κι εμένα; της ζήτησε, ξέρω να διαβάζω
-Θα
σου δώσω μυθιστορήματα …, να δεις και να μάθεις πως είναι η ζωή!
-Είσαι
πολύ καλή! ποτέ μου δεν είχα ένα κορίτσι σαν εσένα για φίλη μου
-Ούτε
κι εγώ είχα ένα φίλο ποτέ μου
Του
έδωσε μερικά από τα βιβλία που είχε σπίτι της. Άλλα από αυτά ήταν ρομαντικά και
αλλά φιλοσοφικά. Κι εκείνος της αγόρασε ένα βιβλίο από ένα κατάστημα στην αγορά
του Πειραιά, κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Ήταν ποιήματα που απευθύνονταν όλα σε
ευαίσθητες ψυχές και άρεσαν πολύ στην Βαγγελιώ. Μια φορά που η Βαγγελιώ θα
πήγαινε με την κυρία Αμαλία στον Τινάνειο κήπο, του το είπε και ήρθε κι αυτός
εκεί, δήθεν τυχαία, και κάθισε μαζί τους. Ο Θοδωρής ερωτεύτηκε αυτό το κορίτσι
με τα μαύρα μαλλιά, τα γαλάζια μάτια και το όμορφο πρόσωπο και άρχισε, τα
βράδια που έμενε μόνος, να πονάει στη θύμησή της και μια αβάσταχτη θλίψη να
κυριαρχεί στο μυαλό του όποτε την έφερνε στη σκέψη του.
Για
ένα μήνα σχεδόν έζησε μέσα στη δίνη ενός έντονου διπλού και παθιασμένου έρωτα
που, ταυτόχρονα, τον εξουθένωνε αλλά και τον αποθέωνε. Δυο νεαρές γυναίκες τον
οδηγούσαν στα άκρα των αντοχών του. Μέρα παρά μέρα πήγαινε στα Βούρλα όπου
βουτούσε στα νερά του σαρκικού έρωτα και βυθιζόταν αύτανδρος στην αγκαλιά της Ευθαλίας
και κάθε μέρα αποζητούσε να δει και να μιλήσει με την Βαγγελιώ ζώντας ένα
πνευματικό έρωτα που τον απογείωνε. Αυτός ο μήνας της αναμονής του πλοίου που
θα τον πήγαινε στην Αμερική ήταν η καλύτερη και πιο συναρπαστική περίοδος της μέχρι
τώρα ζωής του Θοδωρή και σχεδόν παρακαλούσε να αργήσει η “Αυστροαμερικάνα” να
φτάσει στο λιμάνι.
Η Βαγγελιώ
τον ερωτεύτηκε κι αυτή. Ήταν δύσκολο να την γλιτώσει. Ο νεαρός από το Τσιρίγο
ήταν τόσο αυθεντικός και τόσο αθώος που δεν μπορούσε να την αφήσει με κανένα
τρόπο αδιάφορη. Ήταν αρκετά όμορφος, ευθυτενής και αξιοπρεπής μέσα στην νεότητα,
την άγνοια και τη φτώχεια του, που η Βαγγελιώ δεν μπόρεσε να μην θαμπωθεί και
να μην αφεθεί στη μαγεία του ατελέσφορου και αγνού πλατωνικού έρωτα. Η έλξη για
τον νεαρό προσωρινό γείτονά της δεν μετατράπηκε ποτέ σε επιθυμία για ερωτικά
αγγίγματα μαζί του. Ήταν παρθένα, άβγαλτη και αμάθητη σε όλα, είχε και τις
γνωστές φοβίες των κοριτσιών για τους άντρες, επομένως δεν ήθελε και πολύ για να
τρομάξει με αυτό που ένιωσε και να το απωθήσει έτσι που ο έρωτας να μην μπορεί να την ταράξει ούτε και να χαλάσει τον
άσπιλο κόσμο της.
-Βαγγελιώ,
ξέρεις … είμαι ερωτευμένος, της είπε με θλιμμένο ύφος μια μέρα
-Με
την Ευθαλία; τον ρώτησε εκείνη γεμάτη από αμηχανία και ταραχή
-Με
σένα, της είπε σταθερά και με χαμηλωμένα τα μάτια
-Μα
εγώ … του απάντησε, εγώ … είμαι αλλού …
-Ναι
… ξέρω, έκανε εκείνος απογοητευμένος
-Τι
ξέρεις; πως ξέρεις για μένα;
-Ψάχνεις
για ένα πρίγκιπα, έτσι δεν είναι; Θέλεις να παντρευτείς έναν πλούσιο τώρα που
είσαι μικρή και μπορείς να τον σαγηνεύσεις;
-Ποιος
στα είπε αυτά;
-Η
Ερμιόνη, τα άκουσε από τη μάνα σου
-Δεν
είναι έτσι! ίσα-ίσα που νομίζω ότι … ω θεέ μου, δεν μπορώ να μιλήσω, είπε η
Βαγγελιώ και ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα
-Με
αγαπάς κι εσύ; τη ρώτησε τρυφερά αγγίζοντας απαλά το σαγόνι της
Με
το βλέμμα χαμηλά και το στήθος έτοιμο να ξεσπάσει σε λυγμούς, του έγνεψε “ναι”
-Αλήθεια;
… με αγαπάς κι εσύ; την ρώτησε ξανά έτοιμος να σκάσει από την αγωνία του
-Νομίζω
πως κι εγώ … σε αγαπάω … ω θεέ μου, πόσο δύσκολο μου είναι να μιλάω!
Της
χάιδεψε απαλά τα μαλλιά κι ένιωσε σαν να είχαν κάνει κι όλας έρωτα.
-Δεν
μπορούμε να κάνουμε τίποτε, είσαι μικρός κι είμαι κι εγώ μικρή ακόμα, του είπε
-Μα
… μεγαλώνουμε πια …, κι αν αγαπιόμαστε …
-Εσύ
θα φύγεις, θα πας Αμερική, έχεις και το εισιτήριο στο χέρι σου!
-Αν
θέλεις θα μείνω μαζί σου για πάντα, όπου είσαι εσύ θα είμαι κι εγώ, δεν θέλω να
πάω πουθενά και να σε χάσω
-Θα
φύγεις! ακούς; πρέπει να φύγεις, να πας εκεί και να φτιάξεις τη ζωή σου! κι εγώ
έχω άλλα πράγματα να κάνω στη δική μου τη ζωή, του έλεγε
-Σ’
αγαπάω, δεν αντέχω να ζω έτσι, είμαι ερωτευμένος μαζί σου!
-Τι
είναι αυτά που λες! που έμαθες εσύ τι είναι να αγαπάς; είχε ξεσπάσει η νεαρή
κοπέλα ακούγοντας την εξομολόγησή του, που ξέρεις τι θα πει “ερωτευμένος”;
-Διάβασα
τα βιβλία που μου έδινες, Βαγγελίτσα, και αυτόν τον έρωτα που διάβασα να ζούνε οι
άνθρωποι εκεί, αυτόν είναι που νιώθω τώρα για σένα
-Αυτά
είναι φαντασίες!
-Εγώ
τα νιώθω! … και πες μου … εσύ; εσύ δεν νιώθεις το ίδιο; της είπε τρυφερά και
χάιδεψε απαλά το μάγουλό της
-Δεν
μπορούμε να κάνουμε τίποτα, Θοδωρή, δεν θέλω να με αγγίξει άντρας, δεν είμαι
έτοιμη ακόμα … βγάλ’ το από το μυαλό σου!
-Δεν
θέλω να κάνουμε τίποτα, μόνο θέλω να ξέρω ότι με αγαπάς, της είχε πει
-Γιατί
να σε αγαπάω; για να υποφέρουμε κι οι δυο; ξέχασέ με καλύτερα!
-Θέλω
να με αγαπάς για να μπορώ να σε σκέφτομαι
-Εγώ
δεν θέλω να σε σκέφτομαι, έχω άλλα να κάνω, κατάλαβες;
Η Βαγγελιώ
ήταν κλεισμένη στο σπίτι της για χρόνια. Σε όποιο σχολείο κι αν πήγε αυτό ήταν αποκλειστικά
θηλέων, είτε στην ελληνογαλλική σχολή Ζαν Ντ’ Αρκ είτε στο Δραγάτσειο ίδρυμα
που είχε ιδρυθεί τελευταία κι λειτουργούσε στην Τερψιθέα. Τα μαθήματα χορού και
υποκριτικής που έπαιρνε ήταν ιδιαίτερα κατ’ οίκον και, έστω κι αν της πρόσφεραν
μόρφωση και δυνατότητες, δεν της έδιναν την αλλιώτικη και ελεύθερη ζωή που θα
επιθυμούσε. Η εποχή δεν ευνοούσε καθόλου τα σχέδια μιας νεαρής με ελεύθερο
πνεύμα όπως ήταν η Βαγγελιώ, έστω κι αν δεν ήθελε να το βάλει κάτω και να υποταχθεί.
Είχε συνηθίσει να ζει σε ένα χρυσό κλουβί, να φυλακίζει μέσα σε αυτό το σώμα
της και την ψυχή της και να περιμένει μόνο μια τύχη μακρινή, ένα πρίγκιπα των
ονείρων της, που θα την έπαιρνε μακριά για να την κάνει ευτυχισμένη. Ήξερε όμως
καλά, και το φοβόταν πολύ, ότι αντί για τον πρίγκιπα θα ερχόταν μια μέρα ένας
“γαμπρός” που θα την έπαιρνε από το κελί όπου ήταν φυλακισμένη η νιότη της για
να την μεταφέρει σε κάποια άλλα κελιά άλλων “χρυσών” φυλακών, πρώτα σε εκείνο
της παντρειάς και μετά στο άλλο, των γηρατειών της.
Όμως
ο Θοδωρής μπορούσε να γίνει ο πρίγκιπας του παραμυθιού της; Τι θα μπορούσε να
κάνει γι αυτήν; τι άλλο μπορούσε να της προσφέρει εκτός από κόπους, αγωνίες και
δυσκολίες; Το περισσότερο που θα της χάριζε θα ήταν να μοιραστούν μαζί το
όνειρο της Αμερικής και της “Αυστροαμερικάνας”. Τον ήθελε και της άρεσε αλλά η
λογική της τον κρατούσε μακριά κι ο έρωτας που σιγόκαιγε μέσα της παρέμενε σε
ένα τραγικό περιθώριο της ψυχής της.
Για
ένα μήνα περίπου έλιωναν κι οι δυο χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα, ούτε να αφεθούν
σε κοινά όνειρα ούτε να αγγίξουν ο ένας το χέρι του άλλου. Μιλούσαν με κάγκελα
να τους χωρίζουν, πίσω από πορτόφυλλα ή στα σκαλάκια του σπιτιού. Φρόντιζαν πάντοτε
να βρίσκονται σε κοινή θέα όλων για να μην υποψιαστεί κανείς το παραμικρό, ή
τουλάχιστον, ακόμα κι αν το υποψιαζόταν, να μην μπορούσε ποτέ να στοιχειοθετήσει
μια κατηγορία.
Ο
Θοδωρής έβγαζε όλη του την ερωτική επιθετικότητα και ικανοποιούσε την φοβερή νεανική
και ασυγκράτητη σεξουαλική του επιθυμία με την Ευθαλία στο πορνείο των Βούρλων.
Αγαπούσε την Βαγγελιώ και ζούσε μαζί της έναν απελπισμένο πλατωνικό έρωτα αλλά ριχνόταν
με τα μούτρα σαν τρελός στην αγκαλιά της Ευθαλίας, της γυναίκας που τον
περίμενε στη Δραπετσώνα που τον είχε συγκινήσει βαθιά και είχε ζωντανέψει το
σώμα του και την ψυχή του.
Η Βαγγελιώ
μόνο στον χορό κατάφερνε να βρίσκει μικρά αντίβαρα στον ανεκπλήρωτο έρωτά της γι
αυτόν τον όμορφο νεαρό χωριάτη και μόνο τα πρωινά στο κρεβάτι της, όταν χάιδευε
μόνη της το κορμί της σφίγγοντας τα πόδια της και πιέζοντας το στήθος της στο
στρώμα, μόνον τότε κατάφερνε να ηρεμεί κάπως το επαναστατημένο και ταραγμένο
της σώμα.
Η
Ευθαλία τον είχε ερωτευτεί και θα έδινε και τη ζωή της γι αυτόν. Ήταν το
παράθυρό της στον κόσμο, ο μόνος άντρας που την είχε συγκινήσει βαθιά, κι ας
ήταν ακόμη μισός άντρας και μισός παιδί! Θεωρούσε χρέος της να τον προστατέψει
από την μανία του νταβατζή της που θα γινόταν έξαλλος αν μάθαινε την αλήθεια.
Δεν ήξερε όμως ότι ο Ψάρακας κάτι είχε ψυλιαστεί και είχε ήδη αρχίσει να
φοβάται πως θα χάσει την πόρνη του και μαζί με αυτήν και το σταθερό του
εισόδημα.
Ο
Ψάρακας, που όσο κι αν το έπαιζε κουτσαβάκης και νταβατζής ήταν κι αυτός κρυφά
ερωτευμένος με την Ευθαλία, είχε κάνει το μόνο που ήξερε να κάνει καλά. Έξω από
την Πορτάρα των Βούρλων του είχε βάλει το μαχαίρι στον λαιμό πιέζοντας εκεί
απειλητικά για να φοβίσει τον αντίζηλό του.
-Θα
σε φάω μικρέ, του είχε πει, αγαπητικός της Εφταλιώς είμαι εγώ και κανένας
άλλος! Όποιος πάει να χώσει τη μουσούδα του ανάμεσα σε μένα και το κορίτσι μου βλέπει
τα ραδίκια ανάποδα!
Ο
Θοδωρής δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς έλεγε αλλά είχε αντιληφθεί πολύ καλά τι
εννοούσε. Έβλεπε τον αντίπαλο που μέσα του έκαιγε περισσότερο η ζήλια παρά η
επαγγελματική του ανάγκη.
-Αν
μου την πάρεις χάθηκες! θα σε καθαρίσω! το κατάλαβες καλά αυτό;
-Δεν
θα σου την πάρω, φεύγω για Αμερική
-Να
φύγεις, αλλιώς θα φύγεις από τη ζωή, μπήκες;
-Πελάτης
είμαι, τίποτε άλλο! τον διαβεβαίωσε ο Θοδωρής άλλη μια φορά
Του
έλεγε την αλήθεια, γιατί το μυαλό και η καρδιά του Θοδωρή ήταν δοσμένα ολόψυχα
σε μια άλλη γυναίκα, την Βαγγελιώ, για τα μάτια της οποίας έλιωνε. Και όπως δεν
μπορούσε να την έχει, βασανιζόταν χωρίς να μπορεί να βρει γιατρειά. Καταλάβαινε
πως κι εκείνη βασανιζόταν από αυτά που ένιωθε γι αυτόν, δεν μπορούσε όμως να
βρει το θάρρος για να της ανοιχτεί όσο θα έπρεπε και να την ελευθερώσει κι
εκείνην από τα αόρατα δεσμά που έδενε γύρω της ο φόβος της παρθενίας και μια
θρησκευτικού τύπου καχυποψία απέναντι στο άλλο φύλο που της την καλλιεργούσαν
μέσα της από μωρό παιδί. Όλα αυτά που την κρατούσαν μακριά του ήταν γι αυτόν
αξεπέραστα και πίστευε ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ του να την κατακτήσει ούτε και
θα την έπειθε ποτέ να τον ακολουθήσει στον δικό του δρόμο.
Κι
η Βαγγελιώ όμως, παρ’ όλο που τον είχε αγαπήσει με έναν έρωτα αγνό και απόλυτο,
τον κρατούσε σε απόσταση ασφαλείας. Δεν τολμούσε ούτε να το σκεφτεί ότι θα του
επέτρεπε να την αγγίξει και δεν του άφηνε κανένα περιθώριο για να ελπίζει.
Πίστευε πως, με τον τρόπο αυτό, σήκωνε γύρω του ένα τείχος μέσα στο οποίο τον
έκλεινε για να τον ελέγχει όπως κρατούν τα άγρια θηρία μέσα σε κλουβιά για να
μην μπορούν να βλάψουν. Κάποιες φορές όμως, που το στήθος βάραινε και δεν
μπορούσε να ανασάνει, αντιλαμβανόταν ότι το τείχος αυτό δεν ήταν ένα κλουβί με κάγκελα
γύρω από τον Θοδωρή, αλλά το τοιχίο μιας φυλακής που έκλεινε μέσα της εκείνη
την ίδια, ότι ήταν το δικό της κλουβί!
Ο
Απρίλιος του 1906 στον Πειραιά, ήταν μια περίοδος που βοηθούσε πολύ τον έρωτα
να ανθίσει. Πιασμένοι στα δίχτυα του ο Θοδωρής, η Βαγγελιώ και η Ευθαλία αλλά
κι ο Ψάρακας, τριγύριζαν όλοι τους σαν μαγεμένοι, ανήμποροι να ξεφύγουν από την
σκληρή μοίρα που επιφύλασσε ο έρωτας στα θύματά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου