Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε μεγάλη επίπτωση στην Ευρώπη, όπου σημειώνεται μια συνταρακτική μετατόπιση.
Από το 1991, το ευρωπαϊκό όραμα είναι αυτό που ωθεί την παγκόσμια οικονομία. Η ΕΕ προτάθηκε σαν μια εναλλακτική στις ΗΠΑ οικονομική δύναμη, και ως ένα εναλλακτικό κέντρο βάρους στην παγκόσμια οικονομία.
Συνολικά, η ευρωπαϊκή οικονομία ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από αυτήν των ΗΠΑ. Αν κινητοποιούνταν, θα αποτελούσε δύσκολο αντίπαλο για την Αμερική. Στο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής, οι Ευρωπαίοι περηφανεύονταν για τη διαφορετική προσέγγιση που χρησιμοποιούσαν, αυτήν δηλαδή της «ήπιας ισχύος». Η πολιτική αυτή βασίζεται περισσότερο στη χρήση πολιτικών και οικονομικών εργαλείων, παρά στρατιωτικών.
Παράλληλα, η ΕΕ αποτελεί και έναν μεγάλο καταναλωτή, κυρίως κινεζικών προϊόντων. Όλες λοιπόν οι δυνάμεις της, θα μπορούσαν κάλλιστα να επαναπροσδιορίσουν το διεθνές σύστημα.
Στα πλαίσια της σημερινής κρίσης της ευρωζώνης, το ζήτημα δεν είναι αν θα επιβιώσει το ευρώ, ή αν η ιταλική οικονομία θα επιτηρείται από τις Βρυξέλλες. Το βασικό ζήτημα είναι αν οι θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ παραμένουν άθικτες.
Είναι φανερό, πως η σημερινή ΕΕ δεν μοιάζει καθόλου με αυτήν του 2007. Θεσμικά είναι η ίδια, αλλά λειτουργικά όχι. Τα ζητήματα που την απασχολούν σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, έχουν μια άλλη δυναμική. Το ερώτημα σήμερα δεν είναι τι θα απογίνει η ΕΕ, αλλά αν θα συνεχίσει να υπάρχει. Και αυτό δεν είναι κάτι το προσωρινό, αλλά μια μόνιμη μετατόπιση με παγκόσμιες συνέπειες.
Μια από τις αρχικές φιλοδοξίες της ΕΕ ήταν να λυθεί το πρόβλημα του εθνικισμού. Αν όχι, τότε θα υπήρχαν πόλεμοι. Η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού ήταν ενδεικτική των πανευρωπαϊκών φόβων.
Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένο στην Ευρώπη. Υπάρχουν εθνικές και ιστορικές πικρίες μεταξύ των χωρών της, και ιδιαίτερα ως προς την Γερμανία. Η ΕΕ προσπάθησε να ισορροπήσει το ζήτημα αυτό, διατηρώντας τόσο τις εθνικές ταυτότητες, όσο και τα εθνικά κράτη. Παράλληλα, προσπάθησε να αναπτύξει ένα κοινό σημείο συνεργασίας, αυτό της κοινής οικονομίας που θα συνδέει μεταξύ τους διαφορετικά έθνη. Η λογική ήταν πως αν η ΕΕ παρείχε ευημερία στην ήπειρο, τότε η ύπαρξη των διάφορων εθνικών κρατών δεν θα προκαλούσε πρόβλημα στην ένωση. Με τον καιρό, ο εθνικισμός θα μαράζωνε, και θα ανέρχονταν μια νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η υπόθεση εργασίας ήταν ότι η ευμάρεια θα μείωνε τις εθνικές εντάσεις, αλλά και τον ίδιο τον εθνικισμό. Αν αυτό ήταν αλήθεια θα πετύχαινε.
Η Ευρώπη όμως, αποτελεί κάτι το πολύ μεγαλύτερο από απλά μια οικονομική και εμπορική ζώνη, και μάλιστα, ακόμη και εκεί, δεν υπάρχει καθόλου ομοιογένεια.
Η γερμανική οικονομία σχεδιάστηκε εξαρχής ως εξαγωγική. Για να ευημερεί, πρέπει να εξάγει. Μια ελεύθερη ζώνη εμπορίου, δομημένη γύρω από την δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα του πλανήτη, εξ ορισμού δημιουργεί σημαντικές πιέσεις στις ανερχόμενες οικονομίες που θέλουν να αναπτυχθούν μέσω των δικών τους εξαγωγών. Έτσι, η ελεύθερη εμπορική ζώνη υπονόμευσε συστηματικά τη δυνατότητα της ευρωπαϊκής περιφέρειας να αναπτυχθεί, εξαιτίας της παρουσίας μιας εξαγωγικής οικονομίας που διείσδυε στις συνδεδεμένες με αυτήν αγορές, και ταυτόχρονα απέτρεπε την ανάπτυξή τους.
Μεταξύ 1991 και 2008, όλα αυτά θάφτηκαν κάτω από μια μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Η πρώτη όμως κρίση τα αποκάλυψε. Η κρίση ακινήτων της Αμερικής ήταν αυτό που την πυροδότησε. Όμως η κρίση δεν είναι κρίση του ευρώ, ούτε κρίση της οικονομίας. Είναι πρωτίστως κρίση εθνικισμού.
Οι ευρωπαϊκές ελίτ σχεδίασαν και δεσμεύτηκαν στην ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης. Οι ελίτ αυτές, παραδοσιακά δεμένες με το οικονομικό σύστημα, ήταν υπέρ της Ευρώπης. Όταν επήλθε η κρίση, αυτό που πίστεψαν είναι ότι πρόκειται για καθαρά τεχνικό ζήτημα που μπορεί να επιλυθεί μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Έγιναν συζητήσεις, επήλθαν συμφωνίες, και μετρήθηκαν φιλίες. Η κρίση όμως δεν λύθηκε.
Η σχέση Ελλάδας-Γερμανίας δεν ήταν η ουσία του προβλήματος, αλλά η βιτρίνα του. Για τους Γερμανούς, οι Έλληνες ήταν ανεύθυνοι και σπάταλοι. Για τους Έλληνες, οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν την ΕΕ και την ευρωζώνη για να κερδίσει η οικονομία τους, να συσσωρεύουν προνόμια, και όταν ήρθαν τα δύσκολα, προσπαθούν να τα διατηρήσουν πάση θυσία.
Οι Γερμανοί θεωρούν πως οι Έλληνες προκάλεσαν την κρίση χρέους. Οι Έλληνες από την πλευρά τους, θεωρούν πως η κρίση οφείλεται στους κανόνες εμπορίου και στις νομισματικές πολιτικές που επέβαλλαν οι Γερμανοί. Είναι μάλιστα πικραμένοι που θα πρέπει αυτοί μόνοι να υποστούν την αυστηρή λιτότητα.
Από την άλλη, οι Γερμανοί πιστεύουν πως οι Έλληνες είπαν ψέματα για να δανείζονται χρήματα. Οι Έλληνες όμως λένε πως αν είπαν ψέματα, αυτό έγινε εν γνώσει και με την συνεργασία των Γερμανών (και λοιπών) τραπεζιτών, που έβγαλαν πολλά χρήματα από αυτά τα δάνεια, άσχετα αν δεν ξοφλήθηκαν.
Και πάει λέγοντας. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα. Το πραγματικό θέμα έγκειται στο ότι πρόκειται για δυο κράτη με εγγενώς διαφορετικά συμφέροντα. Οι ελίτ των δυο αυτών χωρών προσπαθούν να βρουν λύσεις μέσα στα πλαίσια του ισχύοντος συστήματος. Οι λαοί τους όμως δεν είναι ενθουσιασμένοι με το γεγονός ότι αυτοί θα επωμιστούν τα βάρη. Οι Γερμανοί δεν έχουν καμία ανοχή απέναντι στα ελληνικά χρέη. Και οι Έλληνες δεν έχουν καμία διάθεση να υποστούν λιτότητα, προκειμένου να ικανοποιήσουν τους Γερμανούς ψηφοφόρους.
Ως ένα βαθμό, υπάρχει μια συνεργασία προκειμένου να εξευρεθεί λύση. Σε έναν άλλο βαθμό όμως, υπάρχει μια καχυποψία όσον αφορά στην αξιοπιστία των ελίτ. Τα προβλήματα είναι δικά τους, αλλά θα τα πληρώσουν οι λαοί.
Το πρόβλημα όμως είναι γενικότερο, και δεν περιορίζεται στις ελληνογερμανικές κόντρες. Το σύστημα δημιουργήθηκε σε ένα άλλο κόσμο, όταν η Γερμανία ήταν ακόμη υπό κατοχή. Οι Αμερικανοί παρείχαν ασφάλεια, και δεν επιτρέπονταν οι διακρατικές διαμάχες στην Ευρώπη. Τώρα όμως οι Αμερικάνοι έχουν φύγει, οι Γερμανοί επέστρεψαν, και η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή βράζει.
Εν ολίγοις, το ευρωπαϊκό εγχείρημα καταρρέει εξαιτίας του προβλήματος που ήθελε να λύσει: Του εθνικισμού. Η ικανότητα των ηγετών να αποφασίζουν αρχίζει να χάνεται, μαζί με την εξουσία τους. Το κοινό δεν έχει ακόμη ορίσει τις εναλλακτικές επιλογές, αλλά το παλεύει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις ΗΠΑ, αλλά με μια μεγάλη διαφορά: Οι εντάσεις εκεί, μεταξύ των ελίτ και του λαού, δεν απειλούν με διάλυση το κράτος. Στην Ευρώπη όμως, απειλούν με διάλυση την ΕΕ.
Η Ευρώπη θα περάσει τα επόμενα χρόνια, προσπαθώντας να αντιπαρέλθει αυτό το πρόβλημα. Αν τα καταφέρει απομένει να το δούμε. Είναι όμως αμφίβολο. Οι εντάσεις μεταξύ των εθνών, και αυτές μεταξύ των ελίτ και των λαών, θα επαναπροσδιορίσουν το πώς λειτουργεί η Ευρώπη.
Ακόμη και αν δεν χειροτερέψουν τα πράγματα, η κατάσταση έχει ήδη αλλάξει πολύ πιο πολύ από όσο μπορούσε να φανταστεί κάποιος το 2007. Και τελικά, αντί η Ευρώπη να αναδυθεί ως μια ενωμένη δύναμη, το ερώτημα τώρα είναι το πόσο ακόμη θα διασπαστεί.
Του George Friedman
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου