Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Στις 12 Απριλίου 1204 μπήκαν οι Φράγκοι στην Κωνσταντινούπολη


Για σήμερα 12 Απριλίου, θα σας ταξιδέψω 810 χρόνια πίσω στον χρόνο. Θα πάμε στις 12 Απριλίου του 1204, όταν οι Λατίνοι μπήκαν στην Πόλη. Ήταν Δευτέρα και το ξημέρωμα της Τρίτης 13 Απριλίου τους βρήκε κατακτητές γιατί μέσα στο βράδυ ο αυτοκράτορας το είχε σκάσει και η Πόλη μένοντας χωρίς αντίσταση κατακτήθηκε. Από τότε θεωρούμε την "Τρίτη και Δεκατρείς" σαν καταραμένη μέρα.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι αρκετά μεγάλο καθώς σας γράφω ένα ολόκληρο κεφάλαιο από το βιβλίο μου "Η συνωμοσία της Νίκαιας και το Βασίλειο του Θεού". Πρόκειται για το 8ο κεφάλαιο (Η'). Έχουν προηγηθεί επτά κεφάλαια και περίπου 100 σελίδες μεγέθους Α4 και ακολουθούν άλλα επτά με άλλες τόσες σελίδες, επομένως αυτό που θα διαβάσετε (όσοι το διαβάσετε) είναι ένα μέρος της ιστορίας. Το κεφάλαιο τιτλοφορείται "ΑΛΩΣΗ" και διαδραματίζεται το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1204 μΧ. 

Μέσα στις σελίδες αυτές θα βρείτε και τους προβληματισμούς που οδήγησαν στις απαρχές του νέου ελληνισμού. Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας Χωνιάτης, Ακομινάτος, Καϊχοσρόης, Λασκαραίοι κλπ. είναι όλα πραγματικά πρόσωπα και οι ιστορίες τους πραγματικές ιστορίες. Τελειώνει το κεφάλαιο αυτό με την εισβολή των Λατίνων και την πτώση της αυτοκρατορίας στις 13 Απριλίου. Όλα τα βλέπουμε μέσα από την ιστορία του Νικηφόρου και της Ζωής που είναι τα μυθιστορηματικά πρόσωπα που βοηθούν ώστε να πλεχτεί ο μύθος. Ο Νικηφόρος είναι ένας ναυτικός από την Σέριφο που ζει στην Αθήνα. Βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τη Ζωή, με την οποία είναι ερωτευμένος ύστερα από μια πορεία ενός μήνα από τη Νίκαια μέχρι την Πόλη. Όταν φτάνουν εκεί, η πολιορκία των Φράγκων είναι πλέον ασφυκτική.


Η’ :   Η ΑΛΩΣΗ

Αυτό που έζησαν οι δυο ερωτευμένοι νεαροί στην ψαράδικη καλύβα στον Ακρίτα ήταν μια εξωπραγματική κατάσταση καθόλου συνηθισμένη στον αιώνα τους αλλά ούτε και στους αιώνες που είχαν περάσει ούτε και σε αυτούς που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Συμπύκνωσαν την ευτυχία και την απόλαυση μιας ολόκληρης ζωής, μέσα στο σύντομο διάστημα ενός μήνα και την ρούφηξαν ολόκληρη. Σαν οδοιπόροι διψασμένοι ως τότε για νερό, στάθηκαν μπρος σε ένα ποτάμι όπου τα νερά κυλούσαν γάργαρα, καθαρά και κρυστάλλινα και, με τον φόβο ότι ίσως δεν θα ξανάβρισκαν να χορτάσουν τη δίψα τους, ήπιαν όλον τον ποταμό μονοκοπανιά!
Η απόλυτη ευτυχία τους κράτησε από τις αρχές του Μαρτίου του 1204 που συναντήθηκαν στο πανδοχείο έξω από την Νικομήδεια μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα όταν πια εγκατέλειψαν την καλύβα στην παραλία έξω από τον Ακρίτα που ήταν ο επίγειος παράδεισός τους και έφτασαν στη Βασιλεύουσα μετά από μιας μέρας δρόμο. Ήρθαν έφιπποι μέχρι το Σκούταρι και πέρασαν με μια βάρκα μαζί με τα άλογά τους στο λιμάνι του Ιουλιανού.

-Να το “Δήλος”! είπε ο Νικηφόρος δείχνοντας το πλοίο του που φαινόταν να στέκει καμαρωτό στην προκυμαία
Στην πλώρη του εμφανίστηκε ο Στέφανος και τους χαιρέτισε καθώς είδε την γνώριμη φυσιογνωμία των δυο καβαλάρηδων, του Νικηφόρου πρώτα αλλά και της Ζωής στη συνέχεια που την γνώριζε από το προηγούμενο ταξίδι τους στην Πόλη πριν από μερικούς μήνες.
-Ευτυχώς που ήρθατε γιατί εδώ τα πράγματα χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα, είπε ο Στέφανος εμφανώς ανήσυχος
Ο Νικηφόρος ήξερε πως το υπόλοιπο πλήρωμα θα βρισκόταν στο πανδοχείο “Ωραία Ελένη” έτοιμο για να δεχτεί τις διαταγές του.
-Να είστε έτοιμοι, ειδοποίησε και τον Ιγνάτιο, του είπε ο Νικηφόρος, μπορεί να χρειαστεί να ανοίξουμε τα πανιά αιφνιδιαστικά
-Εντάξει ναύαρχε, θα ειδοποιηθούν όλοι, εσύ θέλεις τίποτε άλλο;
-Θέλω να κατεβάσουμε από το πλοίο τα κιβώτια με τα βιβλία του Ακομινάτου και να τα φορτώσουμε σε ένα κάρο. Θα μας ακολουθείς με το κάρο ώστε να τα παραδώσουμε εκεί που πρέπει

Φόρτωσαν τα κιβώτια με τα βιβλία και τα άλλα χειρόγραφα και πήγαν κατ’ ευθείαν στην καινούρια κατοικία του κυρ-Νικήτα. Ο Ακομινάτος του είχε πει που θα τον έβρισκαν, ρώτησαν και κάποιους εκεί γύρω, και βρήκαν το σπίτι σχετικά εύκολα. Το παλιό όμορφο αρχοντικό είχε καεί στην πυρκαγιά του καλοκαιριού και τώρα ο Χωνιάτης έμενε σε ένα αρχοντικό που ήταν και πάλι μεγάλο αλλά δεν είχε ούτε τη διαρρύθμιση, ούτε τη θέα, ούτε το περιεχόμενο του πρώτου. Ο κήπος ήταν φτωχός και το σπίτι πολύ μικρότερο από εκείνο που είχε χαθεί. Στη στενή πόρτα έδειξαν ότι τον περίμεναν, δείγμα ότι ο Ακομινάτος είχε ειδοποιήσει ότι θα ερχόταν ο Νικηφόρος και θα έφερνε κάποια δώρα εξ Αθηνών. Τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Νικήτας που όλες αυτές τις μέρες ήταν αναστατωμένος με τα γεγονότα, αγανακτισμένος με την ανευθυνότητα των αρχόντων και φοβισμένος για τις εξελίξεις. Με το που τους είδε αγκάλιασε τον Νικηφόρο και χαιρέτησε με υπόκλιση την Ζωή.
-Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω Νικηφόρε, του είπε
Γύρισε προς την Ζωή και της χαμογέλασε
-Σε χαιρετώ κυρία, φαντάζομαι ότι σας έφερε ο Νικηφόρος από την Απάμεια, σωστά;
-Ήρθα μόνο εγώ, κυρ-Νικήτα, με έφερε ο Νικηφόρος από την Νικομήδεια, η μητέρα μου έμεινε στη Νίκαια με την αρχόντισσα Άννα Αγγελίνα
Πριν εξηγηθούν οι απορίες του Νικήτα, ο Νικηφόρος του έδειξε τα κιβώτια του Μιχαήλ
-Μεγάλε Λογοθέτη, είπε ο Νικηφόρος, σας έφερα ένα κιβώτιο με βιβλία και κώδικες που μου έδωσε ο αδελφός σας στην Αθήνα
-Μου το είχε γράψει και τα περίμενα, σε ευχαριστώ πολύ που τα έφερες
-Μου έδωσε κι ένα κιβώτιο με περγαμηνές και βιβλία για τον Δεσπότη Λάσκαρη
-Τι βιβλία είναι αυτά;
-Δείχνουν ότι εμείς οι Ρωμιοί είμαστε Έλληνες, και πως σαν Έλληνες μπορούμε καλύτερα να αντισταθούμε και στους δυτικούς αλλά και στους Αγαρηνούς[1], ο αδελφός σας νομίζει πως θα μπορέσουν να φανούν χρήσιμα στον Δεσπότη
Ο Νικήτας τον κοίταξε χαμογελώντας αλλά και με περιέργεια
-Και προς τι αυτά τα βιβλία; δεν το ξέρουμε ότι οι Ρωμιοί είμαστε Έλληνες; χρειάζεται κάποιος να μας το πει; και γιατί θα σταθούμε καλύτερα απέναντι στους εχθρούς μας αν είμαστε οι ξεχασμένοι Έλληνες και όχι οι περήφανοι και κοσμοκράτορες Ρωμαίοι;
-Ο Μιχαήλ, μεγάλε Λογοθέτη, πιστεύει ότι η αυτοκρατορία πρέπει να αναβαπτιστεί στο αρχαίο πνεύμα της ελευθερίας και της  δικαιοσύνης για να βρει τις δικές της δυνάμεις και να μη στηρίζεται μόνο στους μισθοφόρους και στους φοροσυλλέκτες που την έχουν κάνει μισητή στις επαρχίες της
Ο Νικήτας κοιτούσε με χαμόγελο που δεν έδειχνε επίκριση. Φαινόταν να επιδοκιμάζει τις απόψεις του αδελφού του αλλά ρωτούσε τον Νικηφόρο όπως ο δάσκαλος εξετάζει ένα μαθητή για να ελέγξει αν γνωρίζει καλά το μάθημά του
-Είναι κώδικες του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης, των Τζέτζηδων, του Λέοντα Μαθηματικού και άλλων, συνέχισε ο Νικηφόρος προσπαθώντας να τον πείσει για κάτι που δεν ήταν αναγκαίο, είναι κείμενα που μιλάνε για ό,τι ήταν απαγορευμένο ή ξεχασμένο για πολύ καιρό τώρα
-Ώστε αυτά λέει ο αγαπητός και σεβαστός μεγάλος μου αδελφός; Αν και είναι μητροπολίτης, λέει τέτοια πράγματα; καλά λέγανε, λοιπόν, ότι θα τον μαγέψει η Αθήνα και θα τον κάνει ειδωλολάτρη, θα το καταλάβαινες αν διάβαζες διάφορα πονήματα και επιγραφές του για την Αθήνα όπου προτιμά να κάνει εκκλήσεις στην Ήρα και στην Αθηνά αντί για την Παναγία και προτιμά να ονομάζει τον ναό πάνω στην ακρόπολη ναό της Παρθένου Αθηνάς κι όχι της Παρθένου Μαρίας!
Ο Χωνιάτης μιλούσε έτσι αλλά δεν έδειχνε να διαφωνεί με τον αδελφό του
-Και σε τι θα μας χρησιμέψει αυτή η γνώση, Νικηφόρε;
-Ο αδελφός σας κυρ-Νικήτα λέει ότι αυτή η γνώση μπορεί να εμπνεύσει τον λαό για να αγαπήσει τη Ρωμανία και να την υπερασπιστεί! Με τους μισθοφόρους μόνο δεν μπορεί να έχει αξιόπιστη άμυνα απέναντι στους βαρβάρους, οι ξένοι κοστίζουν ακριβά και για να πληρωθούν ο λαός φορολογείται άγρια κι έτσι αποξενώνεται ακόμα περισσότερο από την Βασιλεύουσα
-Αυτά λέει ο σεβαστός μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ; κι εσύ, τι λες; ποια είναι η δική σου γνώμη
-Συμφωνώ απόλυτα μαζί του!
-Και η φορολογία; θα παραμείνει ως έχει μόνο που θα την πληρώνουν οι υπήκοοι του κράτους που θα λέγονται πλέον Γραικοί κι όχι Ρωμιοί όπως τώρα; αυτή θα είναι η διαφορά; … και οι τιμές των αγαθών που τις ορίζουν σήμερα οι Βενετοί θα αλλάξουν αν αλλάξει το όνομά μας; και οι Βούλγαροι μόλις το μάθουν θα φοβηθούν και θα φύγουν; Οι Τούρκοι που αψηφούν τους Ρωμιούς θα τρομάξουν μόλις μάθουν ότι λεγόμαστε πια Γραικοί; Πως το φαντάζεστε, εσύ κι ο αδελφός μου Νικηφόρε, να μας χρησιμεύει τελικά αυτό το ένδοξο όνομα;
-Μα δεν είναι μόνο το όνομα, είναι μια ολόκληρη στάση ζωής. Ο πατήρ Μιχαήλ λέει ότι πρέπει να αφήσει το κράτος μας τον προορισμό που μας έδωσαν οι Ρωμαίοι για την επικράτηση του χριστιανισμού και να κοιτάξει την επιβίωσή του μέσα στα όρια του ελληνόφωνου κόσμου. Να μην κάνει πια οικουμενικά σχέδια αλλά να κοιτάξει να ανορθώσει την παιδεία, να αναλάβει το εμπόριο, να βάλει τους υπηκόους του να εργάζονται, να σέβονται τους νόμους
-Και που μας εμποδίζει το όνομα των Ρωμαίων για να τα κάνουμε όλα αυτά;
-Δεν μας εμποδίζει άμεσα, απλά δεν μας αφήνει να δούμε καθαρά. Ο αδελφός σας, κυρ-Νικήτα, λέει πως για να γίνουν αυτά πρέπει να πάψει η αυτοκρατορία να είναι οικουμενική και να πάψει να στέλνει τα παιδιά της στα μοναστήρια και τα κελιά. Να μην έχει σαν μόνη της την αποστολή τον χριστιανισμό αλλά και τον λαό που ζει και θέλει να προκόψει
-Να φέρει και τους αρχαίους θεούς;
-Αυτό είναι απίθανο σήμερα, μπορεί όμως να δείξει πόσο σπουδαίο ήταν το παρελθόν της και να δώσει ένα αίσθημα περηφάνιας σε όσους νιώθουν τη συνέχεια, το ίδιο αίσθημα που νιώθει ο αδελφός σας ή εγώ, ή … όπως νομίζω, νιώθετε κι εσείς μεγάλε Λογοθέτη
-Αλήθεια απορώ πως τα καταφέρνετε, εκείνος ένας ιερωμένος κι εσύ ένας ναυτικός, να μπλέκετε πολιτική και οικονομία με τη θρησκεία και το στρατό και να βγάζετε μερικά σωστά συμπεράσματα!
-Ο Μιχαήλ αναμένει να εμπλουτίσετε κι εσείς αυτό το κιβώτιο, με δικά σας γραπτά ή με βιβλία άλλων που έχουν πει κάτι σχετικό
-Δεν απορρίπτω την ιδέα σας, είπε ο Νικήτας, αυτή τη στιγμή, όμως, προέχει η σωτηρία της Κωνσταντίνου Πόλης
Ο Νικηφόρος είχε παραδώσει το ένα κιβώτιο και ήξερε πως ο Νικήτας Χωνιάτης θα το αξιοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έπρεπε να παραδώσει και το δεύτερο.
-Ο Δεσπότης Θεόδωρος που είναι; μπορώ να τον δω;
-Είναι στις επάλξεις, αυτός και τα αδέλφια του είναι γενναίοι Ρωμιοί!
-Είναι, λοιπόν, τόσο άσχημα τα πράγματα;
-Έχουμε ανάξια ηγεσία, Νικηφόρε, στα έχω ξαναπεί αυτά!  Ο ένας Αλέξιος το έσκασε, ο άλλος πούλησε την Πόλη στους ξένους, άντε να δούμε αν αυτός ο τρίτος Αλέξιος θα μείνει εδώ να μας υπερασπιστεί
-Ο Μιχαήλ πιστεύει ότι η Βασιλεύουσα δεν είναι δυνατόν να χαθεί! έχει, λέει, έναν προορισμό να εκπληρώσει και επομένως θα σωθεί
-Δεν ξέρω ποιος ακριβώς είναι ο προορισμός της ... θα γίνει το Βασίλειο του Θεού όπως νόμιζαν οι παλιοί ή ο μεζές των στρατιωτών του Χριστού όπως ορέγονται αυτοί οι καινούριοι έξω από τα τείχη μας; Πάντως οι προσκυνητές που θα πήγαιναν δήθεν στην Ιερουσαλήμ, έχουν ήδη διαμοιράσει τα ιμάτιά μας! τον Μάρτιο υπέγραψαν μεταξύ τους την Partitio Romaniae, μια συμφωνία που δίνει τα μισά εδάφη της αυτοκρατορίας στην Βενετία και τα άλλα μισά στους Φράγκους, βλέπεις η σπίθα της εισβολής μπορεί να ανάψει ανά πάσα στιγμή και πρέπει να γνωρίζουν από τώρα τι θα πάρει ο καθένας
-Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, είπε η Ζωή
-Είναι, όμως, λογαριασμοί που γίνονται στην πλάτη μας, κορίτσι μου, και που θα τους πληρώσουμε εμείς, με τις ζωές μας, τις περιουσίες μας ακόμα και με την αξιοπρέπειά μας. Αν δεν αντισταθούμε, θα χάσουμε ό,τι χτίστηκε για χιλιάδες χρόνια!
-Μα δεν υπάρχει ούτε ένας σωστός άνθρωπος να σώσει αυτή την πόλη; αναρωτήθηκε φωναχτά ο Νικηφόρος, τόσοι και τόσοι πολέμαρχοι και πολιτικοί φτιάχνονται κάθε τόσο εδώ, που πήγαν όλοι τώρα που η πόλη τους χρειάζεται;
-Τα δυναστικά θέματα δεν ξεπερνιούνται τόσο εύκολα, εξήγησε ο Νικήτας, κάθε αυτοκράτορας για να είναι νόμιμος πρέπει από τη μια να τον θέλουν ο στρατός και ο λαός, από την άλλη πρέπει να τον επικροτήσει η σύγκλητος, οι πλούσιοι δηλαδή, και, τέλος, πρέπει να τον ευλογήσει και η εκκλησία, δηλαδή ο Πατριάρχης. Ο μόνος που συγκεντρώνει αυτά τα στοιχεία τούτη τη στιγμή είναι ο Μούρτζουφλος κι έτσι με αυτόν πορευόμαστε. Μακάρι να ήταν αυτοκράτορας ο Δεσπότης Θεόδωρος ή ο αδελφός του Κωνσταντίνος, γιατί αυτοί είναι παλικάρια και κάτι καλύτερο θα κατάφερναν για τους δυστυχείς Ρωμιούς. Δεν είναι άχρηστος κι ο Μούρτζουφλος, δείχνει ότι έχει τα κουράγια να πολεμήσει, μέχρι τώρα έκανε κάποια καλά, έδιωξε τους Λατίνους στον Γαλατά, κάνει προετοιμασίες για άμυνα… δείχνει να θέλει να παλέψει για την Πόλη, δεν ξέρω όμως αν θα τα καταφέρει …
-Σας είχα ξαναρωτήσει κυρ-Νικήτα, γιατί δεν φεύγετε από εδώ; έχετε και μια οικογένεια να προστατέψετε, του είπε ο Νικηφόρος
-Κι εγώ σου απάντησα φίλε μου, θα μείνω ως την τελευταία στιγμή, αν έρθει το τέλος της Βασιλεύουσας, θέλω να το έχω δει, δεν θα το σκάσω ό,τι κι αν μου κοστίσει αυτό
-Πάντως εμείς θα φύγουμε από το λιμάνι του Ιουλιανού αν βρεθείτε σε ανάγκη, να μη διστάσετε να με ειδοποιήσετε και θα σας περιμένω όσο χρειαστεί
-Σ’ ευχαριστώ Νικηφόρε, θα το έχω υπ’ όψη μου, προς το παρόν όμως είναι σειρά μου να σε φιλοξενήσω, έχω χώρους έστω κι αν αυτό το σπίτι δεν είναι σαν το αγαπημένο μου που κάηκε. θα σου δώσω ένα δωμάτιο επάνω κι εσύ, Ζωή, θα έχεις ένα ξεχωριστό στον κάτω όροφο, μόνο να πω να το ετοιμάσουν
-Κυρ Νικήτα, εμείς με τη Ζωή θα κοιμηθούμε μαζί, του είπε ο Νικηφόρος
Ο Χωνιάτης ταράχτηκε λίγο με αυτό που άκουσε τόσο καθαρά. Όχι πως ήταν τόσο περίεργο να απατά κανείς τη γυναίκα του με μια άλλη, το περίεργο δεν ήταν η πράξη αλλά η παραδοχή της χωρίς καν το πρόσχημα που ο ίδιος του είχε δώσει. Μπορούσαν να έχουν τα δυο δωμάτια και να κοιμούνται μαζί, ποιος ο λόγος της ομολογίας;
-Ξέρεις, είπε λίγο διστακτικός, την αγαπάω αυτή τη γυναίκα, τη Ζωή, και δεν μπορώ να χάσω ούτε μια μέρα χωρίς να την έχω δίπλα μου
-Κι εγώ κυρ-Νικήτα, πετάχτηκε η Ζωή, δεν θέλω να μείνω μόνη μου, έτσι κι αλλιώς μαζί με τον Νικηφόρο θα κοιμάμαι, μην φτιάξετε, λοιπόν, το ξεχωριστό δωμάτιο άδικα
-Νόμιζα πως …, έκανε λίγο αμήχανα ο Νικήτας
-Για να μην απορείτε, σας λέω ότι δεν χώρισε ο Νικηφόρος, είπε η Ζωή, απλά αφήσαμε τον εαυτό μας ελεύθερο και ζούμε μαζί ένα διάστημα σαν να μην υπάρχει ούτε χτες ούτε αύριο, κι αυτό το διάστημα ακόμα δεν έχει τελειώσει … αυτό είναι όλο!
-Καταλαβαίνω την απορία σας μεγάλε Λογοθέτη, συμπλήρωσε ο Νικηφόρος, όπως ακούσατε … δεν έχω χωρίσει …η Αγνή έκανε ένα κοριτσάκι και έχει στην κοιλιά της κι άλλο ένα δικό μου παιδί, εξακολουθώ να την αγαπάω σαν γυναίκα μου, νιώθω τις υποχρεώσεις μου απέναντι στην οικογένεια που έχω φτιάξει και έχω και τύψεις για ό,τι νιώθω και ό,τι κάνω αλλά … πώς να σας το πω, δεν γίνεται αλλιώς … ερωτεύτηκα τη Ζωή και αυτό δεν μπορώ να το κρύψω, τουλάχιστον όχι από εσάς
-Το έχεις πει στον Μιχαήλ;
-Προσπάθησα αλλά δεν μπόρεσα, πήγα για να του το πω αλλά μόλις βρισκόταν η ευκαιρία και άλλαζε το θέμα σιωπούσα κι έφευγα ανακουφισμένος. Όλον αυτό τον καιρό είχα πολλές τύψεις, τώρα όμως δεν τις έχω πια
-Τι άλλαξε και μπορείς να είσαι τόσο άνετος τώρα;
Ο Νικηφόρος έπιασε το χέρι της, την κοίταξε στα μάτια και του απάντησε
-Έζησα με την Ζωή ένα μήνα τώρα σε μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα, και είδα για ποιο λόγο αξίζει να ζει κανείς
-Όσο γι αυτό, σίγουρα υπάρχει κάποιος λόγος, ακόμα κι αν ξεφεύγει από την αντίληψή μας, είπε ο Νικήτας, είτε το πούμε σχέδιο του Θεού είτε κάπως αλλιώς, ωστόσο πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο, ένας σκοπός… πως να αντέξει ο άνθρωπος μια ζωή άσκοπη;
-Έζησα μαζί της στιγμές ασύλληπτης ομορφιάς κυρ-Νικήτα, και πιστεύω πως γι αυτές τις στιγμές, που τις ζεις ή τις θυμάσαι ή τις περιμένεις, για την ομορφιά τους και μόνο, αξίζει να αντέχεις τα βάσανα αυτού του κόσμου
-Η ζωή, λένε, είναι μια δοκιμασία, είπε ο Νικήτας
-Για τον παράδεισο και την κόλαση; για την τελική κρίση; αρπάχτηκε ο Νικηφόρος, συγνώμη σεβαστέ Λογοθέτη αλλά θα διαφωνήσω! Ας συνεχίσουν οι άλλοι να νοιάζονται για τον κριτή τους, εγώ προτιμώ να συνεχίσω να ζω για την ομορφιά αυτού του κόσμου και μόνον, χωρίς προεκτάσεις μεταφυσικές!
-Χαίρομαι φίλε μου που βρίσκεις τη ζωή τόσο όμορφη, και είναι βέβαιο ότι φταίει η Ζωή γι αυτό, ωστόσο, δεν είναι ο κόσμος αυτός τόσο τέλειος … η ομορφιά περνάει γρήγορα και η ασχήμια είναι το μέλλον κάθε ομορφιάς, δες γύρω σου, τα λουλούδια ανθίζουν και μαραίνονται, οι άνθρωποι λειώνουν στο χώμα, ο έρωτας ξεθυμαίνει
-Μπορώ, όμως, να αντέχω την ασχήμια για το χατίρι της ομορφιάς και μόνο!
-Μας λέτε κυρ-Νικήτα πως ο Θεός είναι άδικος; ρώτησε η Ζωή
Τον ξάφνιασε η ερώτησή της και την πρόσεξε καλύτερα
-Γιατί να φτιάξει την ομορφιά αν ήταν να την βυθίσει στην ασχήμια; επέμεινε εκείνη
-Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου, είπε ο Χωνιάτης
-Με τον Νικηφόρο ζήσαμε για ένα μήνα περίπου, κάποιες μέρες, λίγες ή πολλές δεν έχει σημασία, σε ένα επίγειο παράδεισο! ερωτευμένοι κάθε στιγμή, χορτάτοι κι ας πεινούσαμε, ξύπνιοι ακόμα και τον ύπνο μας! είπε η Ζωή
Ήταν φανερό πως η νεαρή γυναίκα ήταν ακόμη ξαναμμένη από αυτόν τον έρωτα και τον ξαναζούσε μέσα από τις λέξεις της.
-Αν δεν ήταν όλη αυτή η ομορφιά μια θεϊκή ευλογία, συνέχισε η Ζωή, τότε ποια είναι η Χάρη του Θεού; δεν θα είναι κρίμα, κυρ Νικήτα, να αποδίδουμε εμείς οι χριστιανοί στον Αντίχριστο τον έρωτα και τη χαρά, τα πιο ωραία ανθρώπινα συναισθήματα, και να κρατάμε για τον Θεό τον πόνο και τις τύψεις; Δεν είναι κρίμα να αποδίδουμε στον Θεό μια τέτοια αδικία;
Όσο την έβλεπε ο Νικήτας που μιλούσε με τέτοιο πάθος αλλά και σοφία, από μέσα του βαθιά ζήλευε και μακάριζε τον Νικηφόρο όσο δεν είχε ζηλέψει ποτέ του ούτε άνθρωπο αλλά ούτε και άγιο. Ήταν μια νεαρή γυναίκα κι όμως είχε προσωπικότητα και το πνεύμα της έμοιαζε ζωντανό απέναντι στις γερασμένες σκέψεις του.
-Δεν κατακρίνω αυτό που κάνατε και πολύ περισσότερο δεν λέω πως το κατακρίνει ο Θεός, της απάντησε, απλά σκέφτομαι πως εσείς οι δυο ζήσατε και ζείτε ακόμα μέσα σε ένα παράδεισο στέλνοντας όμως άλλους ανθρώπους στην κόλαση, τη γυναίκα του, την οικογένειά του, το παιδί του … αυτά λέω
-Έχουμε συμφωνήσει κυρ-Νικήτα με τον Νικηφόρο πάνω σε αυτό, του είπε η Ζωή συντετριμμένη από τα τελευταία του λόγια, έχουμε συμφωνήσει πως δεν θα στηρίξουμε τη δική μας ευτυχία πάνω στον πόνο και την δυστυχία των άλλων γι αυτό και, μετά από εδώ θα πληρώσουμε το τίμημα που μας αναλογεί, ο Νικηφόρος θα γυρίσει στην οικογένειά του κι εγώ θα αποσυρθώ, πιθανότατα σε κάποιο μοναστήρι
-Μα … έχεις μια ζωή μπροστά σου
-Όχι κυρ-Νικήτα, ζωή χωρίς έρωτα δεν θα είναι ζωή! είπε εκείνη με αποφασιστικότητα
-Που ξέρεις; ίσως ξαναβρεθούμε, είπε ο Νικηφόρος και έσφιξε το χέρι της
-Τι φριχτό τέλος για ένα τέτοιο έρωτα! μονολόγησε ο Νικήτας
Είχε εντυπωσιαστεί με τον απόλυτο τρόπο με τον οποίο ζούσαν τη σχέση τους και τον καρτερικό τρόπο με τον οποίο αποδέχονταν τη μοίρα τους.
-Αφήστε μας τουλάχιστον την ελπίδα κυρ-Νικήτα, του είπε χαμογελαστή η Ζωή
-Θα μας ετοιμάσετε λοιπόν ένα δωμάτιο; ρώτησε ο Νικηφόρος
-Το πιο ζεστό και όμορφο δωμάτιο του αρχοντικού μου θα σας φιλοξενήσει για όσο καιρό θέλετε και θα είναι στη διάθεσή σας και όποτε άλλοτε το χρειαστείτε!
Πριν απομακρυνθούν πρόλαβε και τους είπε
-Να ξέρετε … καιρό είχα να ακούσω κάτι τόσο αληθινό που να με κάνει να νιώσω και πάλι μαθητής, σας ευχαριστώ για αυτό το μάθημα και τους δυο σας!

Εγκαταστάθηκαν στο όμορφο δωμάτιο που τους ετοίμασε και το οποίο έβλεπε σε ένα κήπο γεμάτο ανθισμένα λουλούδια. Ήταν Απρίλης και η φύση οργίαζε κάνοντας το τοπίο πολύχρωμο και γεμάτο με μεθυστικά αρώματα. Για μερικές μέρες ακόμα ο Νικηφόρος και η Ζωή έζησαν τον έρωτά τους με τον απόλυτο τρόπο που ήθελαν. Έκαναν βόλτες σε όλη την Κωνσταντινούπολη θαυμάζοντας τα μνημεία και τα αρχιτεκτονικά θαύματα λες κι ήταν περιηγητές που είχαν έρθει για να γνωρίσουν από κοντά την πιο σπουδαία πόλη του κόσμου. Ο έρωτάς τους χαραζόταν παντού. Στα ποιήματα που έγραφαν μαζί και στις ζωγραφιές που δημιουργούσαν μαζί, αν και το δικό της χέρι ήταν το ταλαντούχο στην περίπτωση αυτή. Σε όλα όσα έκαναν άφηναν το αποτύπωμα της αγάπης τους.
-Νιώθω σαν να είμαστε στην κόγχη μιας σπάθας, στην κόψη ενός ξυραφιού, στην κορυφογραμμή μιας οροσειράς, του έλεγε, σαν να υπάρχουν γκρεμοί και δεξιά μας και αριστερά μας αλλά εμείς επιμένουμε στην κόψη
-Αυτή τη λεπτή ισορροπία την νιώθω κι εγώ αγάπη μου
-… το συναίσθημα στην κορυφογραμμή είναι εκπληκτικό! συνέχιζε εκείνη
-Και όσο τρέχουμε … δεν υπάρχει κανένας φόβος για πτώση, συμπλήρωνε αυτός
Ήταν έτσι ακριβώς. Στην κόψη του ξυραφιού! Μια ζωή που θα μπορούσε να μην έχει αύριο αν οι εισβολείς κατάφερναν να μπουν, μια ζωή που δεν θα είχε αύριο ακόμα κι αν η Πόλη σωνόταν και ο Νικηφόρος γυρνούσε στο σπίτι του, μια ζωή που υπήρχε ακριβώς γιατί στην κόψη του ξυραφιού η ένταση είναι τέτοια που δεν πονάς ακόμη κι όταν κόβεσαι…!

Την άλλη κι όλας μέρα είδαν τον Θεόδωρο Λάσκαρη που τους υποδέχτηκε γεμάτος χαρά και με ανοιχτές τις αγκάλες. Η Ζωή του μετέφερε τα νέα της Άννας Αγγελίνας και της Βιθυνίας και ο Νικηφόρος του έδωσε το κιβώτιο με τα συγγράμματα που είχε φέρει από τον Μιχαήλ Ακομινάτο. Μαζί με τον Θεόδωρο βρίσκονταν συνέχεια ο αδελφός του Κωνσταντίνος και ο φίλος του Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης. Ο Τούρκος εντυπωσιάστηκε από τη Ζωή και, όσο κι αν προσπάθησε να είναι διακριτικός, δεν μπόρεσε να το κρύψει. Ο Θεόδωρος το πρόσεξε και του το τόνισε.
-Φίλε μου, η κατσαρομάλλα και μαυρομάτα φίλη του φίλου μου σε μάγεψε!
-Δεν έχω ξαναδεί τόσο βαθύ βλέμμα όσο το δικό της, του είπε ο Καϊχοσρόης, είναι η σύζυγος του Αθηναίου;
-Ο ναύαρχος είναι παντρεμένος με άλλη γυναίκα στην Αθήνα αλλά είναι ερωτευμένος με την Ζωή … τον θυμάμαι από τότε που με είχε περάσει με το πλοίο του απέναντι, δεν μου είχε πει τίποτα αλλά ο έρωτάς του δεν μπορούσε να κρυφτεί, θα τον καταλάβαινε κι ένα μικρό παιδί. Και τώρα, είμαι σίγουρος ότι ήρθε γι αυτήν!
-Ολέθριος έρωτας! παρατήρησε ο Καϊχοσρόης
-Μεγάλος έρωτας! είπε ο Θεόδωρος
-Και τι δεν θα ‘δινα για να την αποκτήσω, είπε ο Σελτζούκος
-Αποτιμάται ο έρωτας με χρήμα ή με άλλες προσφορές; τον ρώτησε ο Θεόδωρος
-Έτσι λένε …, είπε ο Καϊχοσρόης, λένε πως όλα έχουν την τιμή τους
-Κι εσύ το πιστεύεις φίλε μου; τον ρώτησε ο Θεόδωρος, άσε τι λένε οι άλλοι, ο φίλος μου ο Ιαθατίνης τι γνώμη έχει επ’ αυτού;
-Ο έρωτας μόνο με έρωτα πολεμιέται! αυτό πιστεύει ο φίλος σου ο Τούρκος! Κι αυτή η ομορφονιά Ρωμιά νομίζω ότι είναι ικανή να εμπνεύσει ένα τέτοιο έρωτα! Το αντίδοτο στο πάθος του Αθηναίου φίλου σου, νομίζω πως μόνο η ίδια το κατέχει, μόνο που κάποιος πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά μαζί της
-Κι εσύ, θα ασχολιόσουνα μαζί της αν είχες τον χρόνο Ιαθατίνη;
 -Αν είχα χρόνο … ίσως … όμως δεν έχω! έχω πολλές δουλειές που με περιμένουνε κι ο χρόνος μου είναι λίγος για να τον χαραμίσω με έρωτες, εσύ όμως Θεόδωρε; τι θα έκανες εσύ για την καρδιά αυτής της μαυρομάτας;
-Μμμ …, δεν ξέρω …, έκανε ο Θεόδωρος, εμένα δεν μου πέρασε από το μυαλό, τη Ζωή την είδα σαν φίλη της γυναίκας μου και σαν μια γυναίκα εμπιστοσύνης, δεν την κοίταξα ποτέ όπως σε είδα να την τρως με τα μάτια σου Ρωμαιότουρκε!

Ο Γιγιαθαντίν ήταν άψογος απέναντί της αλλά η Ζωή δεν χρειαζόταν ούτε καν το χάρισμα που είχε να διαβάζει μέσα απ’ τα μάτια την ψυχή του άλλου για να καταλάβει πως η παρουσία της τον αναστάτωνε. Ήταν δυνατός και ψηλός, σκουρόχρωμος με σχιστά κι έξυπνα μάτια που φανέρωναν ψυχικά χαρίσματα, ενώ έδειχνε σιγουριά κι είχε ένα είδος μεγαλοπρέπειας στις κινήσεις του. Η αυτοπεποίθησή του οφειλόταν στην επιβλητική του εμφάνιση, στο παρελθόν του ως παντοδύναμος Σουλτάνος στο Ικόνιο και στο κοφτερό του μυαλό αλλά για την Ζωή δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος ακόμα μέσα στο πλήθος όλων των άλλων.
Η Ζωή και ο Νικηφόρος γνωρίστηκαν και με τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, τον αδελφό του Θεόδωρου, ένα παλικάρι που έδειχνε την αφοβία του και το θάρρος του σε κάθε στιγμή, είτε ήταν πόλεμος είτε ήταν μια απλή συναναστροφή. Ήταν ένας όμορφος νεαρός άντρας με καστανόχρωμα σγουρά μαλλιά και μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια, με αρμονικό σώμα και γλυκό πρόσωπο που είχε μονίμως μια έκφραση χαμογελαστή και αθώα. Δεν είχε την αυτοπεποίθηση του Γιγιαθαντίν και έδειχνε άλλοτε αφελής κι άλλοτε αναποφάσιστος. Ωστόσο είχε καθαρό βλέμμα, σκέψη ανοιχτή και λόγο χωρίς κρυφά υπονοούμενα και χωρίς αμφισημίες. Έγινε αμέσως φίλος με τον Νικηφόρο και τη Ζωή και δήλωσε αυθόρμητα υποστηρικτής του έρωτά τους.
Και οι δυο καινούριοι φίλοι, ο Καϊχοσρόης και ο Κωνσταντίνος, έκαναν πολύ καλή εντύπωση στη Ζωή που δεν είχε την τύχη να συναντήσει πολλούς άντρες που να έχουν κάτι περισσότερο από κουκούτσι μυαλό και ένα κακώς εννοούμενο νταηλίκι που στην ουσία δεν ήταν παρά μια επίμονη παρόρμηση για αναίτιους καυγάδες. Δύσκολα θα της έκανε θετική εντύπωση ένας οποιοσδήποτε άλλος άντρας με μέτρο σύγκρισης τον Νικηφόρο ή τον πατέρα της. Ο δυνατός, εξωτικός και αρχοντικός Καϊχοσρόης όπως και ο όμορφος, ευαίσθητος και κάπως αλλοπαρμένος Κωνσταντίνος θα μπορούσαν ίσως να την συγκινήσουν σαν γυναίκα αν το κεφάλαιο έρωτας δεν είχε κλείσει -για κείνην- τόσο ερμητικά.

Ο Θεόδωρος Λάσκαρης εκείνη την εβδομάδα κάλεσε στο σπίτι του τον Νικήτα Χωνιάτη και τον Πατριάρχη Ιωάννη Καματηρό για να συζητήσουν τις εξελίξεις. Μαζί τους κάλεσε και τον Νικηφόρο με τη Ζωή, τον Καϊχοσρόη, τον Αλέξιο Παλαιολόγο με την γυναίκα του Ειρήνη που ήταν αδελφή της Άννας Αγγελίνας αλλά που βρισκόταν εδώ στην Πόλη, τον Θεόδωρο Βρανά και την αγαπημένη του Άννα, πρώην αυτοκρατόρισσα και άλλους άρχοντες, στρατηγούς και πατρικίους για να συζητήσουν την κατάσταση και να δουν πως θα την αντιμετώπιζαν. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά καθώς ήταν πια φανερό ότι οι Φράγκοι ετοίμαζαν γενική επίθεση και οι Ρωμαίοι θα χρειαζόταν τελικά να υπερασπιστούν την Πόλη μέχρις εσχάτων για να την σώσουν. Θα στέκονταν όμως όλοι στις θέσεις τους; αυτό ήταν το κρίσιμο ερώτημα.
Ήταν πολύ πλούσιοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης. Οι εκκλησίες τους είχαν κολώνες τυλιγμένες με χρυσό και άργυρο, τα καντήλια ήταν επίσης χρυσά, οι δρόμοι ήταν στολισμένοι και γεμάτοι με αρχοντικά που ξεχείλιζαν από τον πλούτο. Όλο το εμπόριο ανατολής και δύσης περνούσε από εδώ και κάθε προϊόν άφηνε τον φόρο του και το κέρδος από την κάθε αγοραπωλησία. Οι κάτοικοι ήταν ντυμένοι με μεταξωτά και χρυσάφια και πλήρωναν μισθοφόρους για να τους φυλάνε, Βαράγγους και Σκύθες και Τούρκους και άγριους Κουμάνους, ξένους που αναλάμβαναν την προστασία των κακομαθημένων και πλούσιων κατοίκων που είχαν καταντήσει τριφηλοί δειλοί και άμαθοι στα όπλα και στις μάχες.
Ήταν πολύ εύκολο για κάθε στρατό αποτελούμενο από φτωχούς ή φανατικούς μαχητές να κατανικήσει ένα ρωμαϊκό στράτευμα που θα το έβαζε στα πόδια με την πρώτη δυσκολία. Και αυτό το ήξεραν καλύτερα από όλους οι Ρωμαίοι στρατηγοί που έβλεπαν τον κίνδυνο από τους Φράγκους και φοβόντουσαν ότι ο ρωμαϊκός στρατός θα δείλιαζε από τις πρώτες κι όλας αψιμαχίες. Δεν μπορούσε όμως η άμυνα της Πόλης σε μια τέτοια σφοδρή επίθεση να στηρίζεται μόνο στους ξένους και μισθοφόρους στρατιώτες της. Θα έπρεπε οι ίδιοι οι κάτοικοι να συνεισφέρουν για την σωτηρία της και αυτό ήταν το πιο δύσκολο πρόβλημα που είχαν για να λύσουν. Πως θα έπειθαν τον λαό της Βασιλεύουσας να υπερασπιστεί την δική του πόλη και μαζί της τη δική του οικογένεια και περιουσία; Πως θα τον έπειθαν για το αυτονόητο που είχε ξεχαστεί και φαινόταν πια σαν μακρινή ανάμνηση άλλων εποχών;
Ο Καϊχοσρόης συμμετείχε σε όλα, σαν να ήταν κι αυτός ένας Ρωμαίος άρχοντας. Εξ άλλου ήταν κι αυτός «Ρουμί», δηλαδή Ρωμαίος μουσουλμάνος.
-Εδώ δεν παλεύουν οι θρησκείες μας, είχε δώσει και ο ίδιος την εξήγηση
-Αυτοί που μας απειλούν, λένε πως είναι χριστιανοί, τόνισε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης
-Εδώ παλεύουμε οι Ρωμαίοι με τους βάρβαρους από τη δύση, συνέχισε ο Καϊχοσρόης
-Ιαθατίνη, κι εσύ Κωνσταντίνε, είπε ο Καματηρός, από εσάς ελπίζουμε πολλά!
-Όλοι είμαστε έτοιμοι, είπε ο Βρανάς, πρωτοσπαθάριοι και λαός είμαστε ένα

Ο Νικηφόρος ένιωθε λιγάκι σαν ξένος μέσα σε αυτό το σκηνικό. Ήταν πάντοτε ξένος με την «βασιλεύουσα» που είχε μάθει να την βλέπει σαν δυνάστη των επαρχιών της Ρωμανίας και ιδιαίτερα του θέματος Ελλάδας. Είχε έρθει εδώ πριν μερικούς μήνες σαν σταυροφόρος, μισθωμένος από τους Βενετούς και τώρα που είχε ξαναγυρίσει κουβαλούσε βιβλία και αποδείξεις ότι δεν ήταν το Ρωμαίικο αλλά το Ελληνικό γένος εκείνο που έπρεπε να οδηγεί τα πεπρωμένα της Ρωμανίας. Ακόμα και τα συμφέροντά του δεν ήταν δεμένα με την διατήρηση αυτής της αυτοκρατορίας που είχε μείνει τέτοια μόνο στα χαρτιά. Όχι την οικουμενική ειρήνη δεν μπορούσε πια να εγγυάται η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αλλά ούτε και την προστασία των ελληνόφωνων δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αναλάβει. Και πέρα από όλα αυτά, ο Νικηφόρος είχε άλλα όνειρα, ήθελε να ζήσει κάθε διαθέσιμη στιγμή μαζί με τη Ζωή και κάθε τι που τον κρατούσε μακριά της ήταν γι αυτόν, απλά, ένα εμπόδιο.
Η Ζωή ένιωθε περισσότερο μέρος του δράματος που συντελείτο εδώ. Ίσως επειδή είχε μείνει καιρό στη Βιθυνία μαζί με την Άννα Αγγελίνα, ή γιατί ήταν πιο συναισθηματική από εκείνον, συμμετείχε πολύ περισσότερο στις δυσκολίες και συνέπασχε με όλους τους Ρωμαίους που ζούσαν την μεγάλη απειλή. Ωστόσο και εκείνη ήθελε να μην χάσει ούτε μια μέρα από τις λίγες που ένιωθε πως είχε μπροστά της για να ζήσει τον  έρωτά της. Κάθε φορά που συνέκρινε τον Νικηφόρο με τα άλλα αρχοντόπουλα, έβρισκε πως τα δικά του προτερήματα ήταν γι αυτήν ασύγκριτα. Ο Κωνσταντίνος ήταν αθώος και γενναίος, αλλά ο Νικηφόρος είχε επίσης βλέμμα καθαρό και ψυχή γενναία. Δεν ήταν βέβαια αρχοντόπουλο για να τον βάλουν επικεφαλής ενός στρατιωτικού σώματος για να κυνηγήσει τους εχθρούς όμως δεν υπολειπόταν σε ψυχικά χαρίσματα. Μπορεί να θαύμαζε τον γενναίο αδελφό του Θεόδωρου, εκτιμούσε όμως ακόμη πιο πολύ τον αγαπημένο της. Ο Καϊχοσρόης, πάλι, είχε ένα βλέμμα αετίσιο και κορμί δυνατό, αλλά και με αυτόν μπορούσε να συγκρίνει τον Νικηφόρο και να τον προτιμήσει. Αν και ήταν πιο κοντός και λιγότερο γυμνασμένος από τον Τούρκο, ωστόσο ήταν γι αυτήν πιο αρμονικός και αυτό το χάρισμα ήταν ομορφιά. Το βλέμμα του Νικηφόρου ήταν επίσης έξυπνο αλλά και απαλλαγμένο από την πονηριά που διακρινόταν στο βάθος των ματιών του Ρουμί πρώην Σουλτάνου.

Ακόμα και με τους Φράγκους φίλους του, τον Ρομπέρ και τον Φιλίπ ντ’ Επινάκ, με τους οποίους συναντήθηκαν στον Γαλατά όπου πέρασαν μια μέρα, τον συνέκρινε. Ο Νικηφόρος, μικρός το δέμας μπροστά στους πολεμιστές, της φαινόταν πιο σπουδαίος και πιο επιθυμητός από «τους ξανθούς γίγαντες με το λιγοστό μυαλό και την μεγάλη καρδιά», όπως τους χαρακτήριζε. Μίλησαν αρκετές φορές με τους Φράγκους αυτές τις μέρες. Ο Ρομπέρ και ο Φιλίπ τους ενημέρωσαν για το πολεμικό κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις των σταυροφόρων και έδειξαν να ανησυχούν καθώς αν η Πόλη έπεφτε μετά θα επικρατούσε χάος.
-Να φύγετε αμέσως με το πλοίο σου, τον συμβούλευσε ο Ρομπέρ, εδώ θα γίνει μακελειό, τα έχεις ζήσει στη Ζάρα και ξέρεις
-Μπορούμε να σου δώσουμε περγαμηνές ότι είσαι δικός μας, είπε ο Φιλίπ
-Ίσως χρειαστεί να τις επιδείξεις κάπου, επέμενε ο Ρομπέρ
-Μην ανησυχείτε παιδιά, έχω τόσα συμβόλαια που έχω υπογράψει με τους Βενετούς, έχω ακόμα και τον Σταυρό ζωγραφισμένο σε πανί για να ανεβάσω στο κεντρικό κατάρτι αν χρειαστεί, εσείς όμως πως είστε βέβαιοι για τη νίκη σας;
-Μα δεν τους έχεις δει Νικηφόρε; αυτοί οι Ρωμιοί δεν κάθονται να πολεμήσουν, μόλις μας βλέπουν φεύγουν!
-Τα τείχη όμως είναι δυνατά, λένε πως η πόλη είναι απόρθητη
-Δεν σώζουνε τα τείχη μια πόλη φίλε μου Γραικέ, οι ψυχές των αμυνομένων έχουν σημασία, κι εδώ … δεν δείχνουν όλοι να το θέλουν να σωθούν. Εμείς, αν χάσουμε, δεν έχουμε ούτε που να πάμε ούτε πώς να γυρίσουμε, θα αφήσουμε τα κόκαλά μας εδώ, γι αυτό όλοι οι σταυροφόροι θα τα δώσουν όλα, ακόμα και τη ζωή τους. Από εσάς που είστε μέσα ποιοι θα πολεμήσουν; Τους είδαμε όλον αυτό τον καιρό, περπατήσαμε στην Πόλη, μιλήσαμε, μάθαμε. Θα πολεμήσουν μόνο μισθοφόροι, όσο θα έχετε χρυσό για να τους δίνετε. Αυτοί που θα έπρεπε να τα δώσουν όλα για τις οικογένειές και τα σπίτια τους θα είναι κρυμμένοι στις εκκλησίες και στα εικονίσματα. Κι όταν πέσει ένα τείχος, δεν θα το υπερασπιστούν, θα κοιτάξουν αμέσως πώς να παραδοθούν. Δεν σώνεται έτσι φίλε μου μια πόλη, είπε ο Ρομπέρ
-Έχει δίκιο ο φίλος σου Νικηφόρε, είπε η Ζωή, αυτή είναι η κατάσταση στην Πόλη
-Υπάρχει όμως μεγάλο στράτευμα και τα τείχη είναι ψηλά, επέμεινε ο Νικηφόρος
-Και βέβαια … η αλήθεια είναι ότι στις δύσκολες στιγμές ξυπνά το ηρωικό πνεύμα άλλων εποχών, είπε η Ζωή, ίσως αναστηθεί αυτό και σώσει την Πόλη
-Φοβάμαι πως δεν μπορεί πια να γίνει αυτό όμορφή μου κυρία, είπε ο Φιλίπ
-Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει, εγώ σας εύχομαι να είστε καλά όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, είπε ο Νικηφόρος, ένας πόλεμος ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει
-Να είστε καλά κι εσείς! να σας φυλάει ο Θεός και τους δυο! κι εσείς δεσποσύνη να έχετε υγεία και όλες τις χάρες! τους ευχήθηκαν οι Φράγκοι

Όσο κι αν ήθελαν να ξαναζήσουν στιγμές όπως εκείνες στη Νικομήδεια και στον Ακρίτα, ήταν δύσκολο πια να απομονωθούν εξ αιτίας όλης αυτής της αναστάτωσης που επικρατούσε στην Πόλη. Και πάλι όμως κατάφεραν να βρουν κάποιες λίγες, έστω, μέρες για να μείνουν μόνοι. Οι μέρες αυτές, όμως, ήταν μετρημένες όπως μετρημένες ήταν και οι μέρες της Βασιλεύουσας. Όσο κι αν έμοιαζε απίστευτο ότι θα μπορούσε ποτέ να πέσει η πρωτεύουσα του κόσμου, η πόλη του Κωνσταντίνου, η ασπίδα της χριστιανοσύνης, ωστόσο αυτό έγινε και μάλιστα με τρόπο δραματικό.

Την Παρασκευή στις 9 Απριλίου έγινε η πρώτη μεγάλη και γενική επίθεση των σταυροφόρων κατά της Πόλης. Από τα τείχη της στεριάς αλλά και τα τείχη του Κεράτιου όρμησαν λυσσασμένα έχοντας στο νου τους τα λάφυρα που θα μάζευαν αν νικούσαν. Όλες αυτές τις μέρες είχαν μπει στην πόλη και είχαν δει ότι υπήρχε εκεί πλούτος αμύθητος. Παρά τα βέλη που δέχονταν και τις πέτρες και το καυτό λάδι, οι προσκυνητές έριχναν σκαλωσιές για να ανεβούν στα τείχη και χτυπούσαν με τα δικά τους τόξα στις πολεμίστρες τους αμυνόμενους. Οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, κυρίως οι Βαράγγοι και οι Άγγλοι, απέκρουσαν την επίθεση που δέχτηκε το βόρειο τμήμα του τείχους κοντά στο ανάκτορο των Βλαχερνών. Ο Νικηφόρος ανέβηκε πάνω στα τείχη και είδε τους Λασκαραίους, τους Παλαιολόγους, τους Δούκες, τους Βρανάδες, τους Κομνηνούς και όλες τις μεγάλες οικογένειες που είχαν μείνει στην Βασιλεύουσα να στέκονται ατρόμητοι στις πολεμίστρες και να ενθαρρύνουν για άμυνα μέχρις εσχάτων και καταδίωξη του εχθρού. Η νίκη έστεψε, τελικά, τα ρωμαϊκά όπλα όταν οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν το απόγευμα να υποχωρήσουν. Ήταν μια στιγμή μεγάλης ανακούφισης. Οι ιαχές θριάμβου ανέβασαν το ηθικό και έδωσαν κουράγιο στους αμυνόμενους για τη συνέχεια.
Το Σαββατοκύριακο επικράτησε νηνεμία και όλοι ετοιμάστηκαν για τη νέα επίθεση που θα εκδηλωνόταν τη Δευτέρα. Οι Βενετοί έδεναν τα πλοία τους δυο-δυο και τα ανέβαζαν στο στενό σχετικά κομμάτι στεριάς του Κεράτιου κόλπου από την πλευρά των τειχών, φτιάχνοντας έτσι πρόχειρους πολιορκητικούς πύργους για να εισβάλουν στην Πόλη στο σημείο όπου ήξεραν ότι υπήρχε σχετική αδυναμία. Οι Φράγκοι κατέστρωναν σχέδια για μια σφοδρή επίθεση κατά των τειχών. Οι αμυνόμενοι επισκεύαζαν και ενίσχυαν τμήματα του τείχους όπου υπήρχε ανάγκη. Όλοι ετοιμάζονταν για την επόμενη σκληρή επίθεση της Δευτέρας.

Δυο βράδια ο Νικηφόρος και η Ζωή κοιμήθηκαν αγκαλιά αφού εξαντλήθηκαν στα φιλιά σαν να ήταν η τελευταία μέρα της ζωής τους. Αυτή τη φορά θα μπορούσε πραγματικά να είναι η τελευταία καθώς κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει την εξέλιξη που θα είχε η μάχη. Αν οι σταυροφόροι έμπαιναν μέσα θα γινόταν σφαγή. Ο Νικήτας πέρασε τις δυο μέρες γράφοντας πυρετωδώς.



Την Δευτέρα έγινε η ακόμα πιο μεγάλη γενική επίθεση κατά της Πόλης. Οι γαλέρες των Βενετών, δεμένες δυο-δυο, έπεφταν πάνω στις πολεμίστρες με σκοπό να βρουν πάτημα οι επιτιθέμενοι και να πάρουν τους Πύργους που δέσποζαν στα τείχη. Ο ρωμαϊκός στρατός κρατούσε μακριά τους σταυροφόρους στα χερσαία τείχη και στην Πύλη των Βλαχερνών αλλά στην πλευρά του Κεράτιου γινόταν η μεγάλη σφαγή. Κατά το απόγευμα οι Βενετοί κατάφεραν να εισχωρήσουν και να κερδίσουν δύο Πύργους των τειχών. Δεν ήταν αυτό το τέλος της Πόλης βέβαια. Πριν ένα χρόνο, όταν είχαν επιτεθεί και πάλι στην Κωνσταντινούπολη επί Αλεξίου Γ’, οι Βενετοί είχαν αποσπάσει όχι μόνο δύο αλλά εικοσιπέντε Πύργους και παρ’ όλα αυτά η άμυνα της Πόλης δεν έσπασε. Τότε μάλιστα δέχτηκαν αντεπίθεση και μόνο με πολύ μεγάλη δυσκολία, βάζοντας πυρκαγιά στα σπίτια, κατάφεραν να σωθούν από τους Ρωμαίους που όρμισαν για να τους παγιδεύσουν και να τους εξοντώσουν.
Η μέρα πλησίαζε προς το τέλος της. Οι Βενετοί είχαν στρογγυλοκαθίσει στους δυο Πύργους και από εκεί θα εξαπέλυσαν επίθεση βάζοντας στην πόλη όσο πιο πολύ στρατό μπορούσαν την άλλη μέρα αφού έριξαν και ένα μέρος του τείχους για να περάσουν βενετικά αλλά και φράγκικα στρατεύματα. Την άλλη μέρα θα εξαπέλυαν γενική επίθεση από καλύτερες θέσεις, κινδύνευαν όμως να δεχτούν και πάλι μια αντεπίθεση και να εκδιωχθούν ή να παγιδευτούν και να χάσουν τις ζωές τους.

Ήταν μια ισορροπία του τρόμου εκείνο το βράδυ της 12ης προς 13η Απριλίου του 1204. Οι σταυροφόροι είχαν μπει μέσα από το τείχος στο βόρειο τμήμα του αλλά δεν ήταν σίγουροι για τίποτε και περίμεναν την αυγή. Άναψαν μάλιστα μια νέα μεγάλη πυρκαγιά που άρχισε να επεκτείνεται προς το εσωτερικό της Πόλης για να προστατευτούν από μια ξαφνική αντεπίθεση. Ήταν η τρίτη μεγάλη πυρκαγιά που κατάκαιγε την Βασιλεύουσα και την έβαζαν και πάλι οι Λατίνοι. Η νύχτα έγινε μέρα, και ακριβώς όπως η φωτιά πέρσι τρόμαξε τον Αλέξιο Γ’ και τον έκανε να τραπεί σε φυγή, σαν μια τραγική επανάληψη της ίδιας ιστορίας, τράπηκε σε φυγή και ο Αλέξιος Ε’. Ο αυτοκράτορας είχε δει πως ακόμα και οι Βαράγγοι δυσανασχετούσαν απαιτώντας την πληρωμή τους εδώ και τώρα προκειμένου να πολεμήσουν και κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα αν έμενε μέσα στα τείχη της Βασιλεύουσας. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του Ευδοκία και την πεθερά του Ευφροσύνη, την γυναίκα του Αλέξιου Γ΄, κι έφυγε κρυφά αφήνοντας την Πόλη στο έλεος του εχθρού.

-Ο Βασιλιάς φεύγει και μαζί του φεύγουν και πολλοί άρχοντες, ήταν το νέο που έφτασε στο σπίτι του Νικήτα εκείνο το βράδυ
-Φεύγει κι αυτός ο άτιμος; είπε ο Θεόδωρος Λάσκαρης
-Τι ανεύθυνος! Δεν έπρεπε να τον αφήσουμε στον θρόνο! φώναξε ο Παλαιολόγος
Ο Θεόδωρος είχε έρθει στο σπίτι του Νικήτα για να ξεκουραστεί λίγο και τον είχαν αφήσει ήσυχο σε ένα δωμάτιο, όταν όμως έμαθαν το νέο αναγκάστηκαν να τον ξυπνήσουν. Μαζί του ήταν ο γυναικάδελφός του Αλέξιος Παλαιολόγος[2] όπως και ο Καϊχοσρόης που είχε μείνει εδώ, φιλοξενούμενος του Πατριάρχη Καματηρού, μαζί με τους Ρωμαίους άρχοντες που είχαν περιέλθει σε κατάσταση απελπισίας.
-Πως έφυγαν; πως δεν καταλάβαμε τίποτε; φώναξε εκνευρισμένος ο Παλαιολόγος
-Έφυγαν από τη θάλασσα, έχουν σκοπό να πάνε προς τη Θράκη κι αυτοί, όπως ο Αλέξιος Γ’. Ο Μούρτζουφλος κάνει ακριβώς το ίδιο! εγκαταλείπει την Πόλη στο έλεος του Θεού! φώναζε ο Νικήτας
-Χάθηκαν όλα, ε; ρώτησε η Ζωή πιάνοντας ανήσυχη το χέρι του Νικηφόρου
-Δεν μπορεί να γίνει τίποτε; αναρωτήθηκε ο Αλέξιος Παλαιολόγος
-Πρέπει να υποσχεθείτε αμέσως στους Βαράγγους ότι θα πληρωθούν αλλιώς δεν θα πολεμήσουν, θα φύγουν κι αυτοί, είπε ο Καϊχοσρόης
-Χωρίς αυτοκράτορα η Κωνσταντινούπολη είναι μια Πόλη παραδομένη, είπε ο Νικήτας, ποιος θα σαλπίσει την υπεράσπιση; ποιος θα σταματήσει τους Βενετούς και τους Φράγκους όταν θα μπαίνουν μέσα; και … κυρίως … ποιος θα υποσχεθεί στους μισθοφόρους στρατιώτες μας ότι θα πληρωθούν κανονικά αν προστατέψουν την Πόλη διακινδυνεύοντας την ίδια τους τη ζωή; Για ποιον θα συνεχίσουν να πολεμούν; Θα παραδοθούν για να γλιτώσουν τις ζωές τους και αύριο μπορεί να καταταγούν κι αυτοί στο σταυροφορικό στράτευμα!
-Μπορούμε να ανακηρύξουμε νέο αυτοκράτορα και να συνεχίσουμε τον αγώνα, είπε ο Λάσκαρης, είναι πλέον χρέος μας να το κάνουμε
-Ποιον έχεις στο νου σου; τον ρώτησε ο Παλαιολόγος
-Τον αδελφό μου Κωνσταντίνο, είπε ο Θεόδωρος, θα συνηγορήσω εγώ υπέρ του!
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε πολεμήσει γενναία κατά των Λατίνων και, πέρσι στην πρώτη τους επίθεση, είχε καταδιώξει τους Βουργουνδούς μακριά από τα τείχη και είχε αιχμαλωτιστεί επειδή έμεινε έξω όταν οι Πύλες έκλεισαν. Ο γνωστός ενθουσιασμός του τον είχε οδηγήσει βαθιά στις γραμμές του εχθρού όπου βρέθηκε μόνος απέναντι σε δεκάδες αντιπάλους που τον συνέλαβαν αν και πάλεψε γενναία. Ελευθερώθηκε στη συνέχεια με καταβολή λύτρων και ο λαός τον θεωρούσε ήρωα.
-Ποια κατάσταση επικρατεί έξω στην πόλη; ρώτησε ο Θεόδωρος
-Ο λαός είναι ανάστατος, συγκεντρώνεται στην Αγία Σοφία
-Η αυτοκρατορική φρουρά, που βρίσκεται
-Και οι Βαράγγοι μαζεύονται εκεί, στην Αγία Σοφία
-Πάμε κι εμείς, φωνάξτε και όσους ευγενείς έχουν μείνει στην Πόλη
Καθώς επικράτησε μια αναταραχή και όλοι ανέβαιναν στα άλογα και τις άμαξες για να κατευθυνθούν προς την Αγιασοφιά, ο Καματηρός τράβηξε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο τον Καϊχοσρόη και τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη και αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν τους είχε δει ούτε άκουγε τι έλεγαν, τους είπε.
-Ακούστε εσείς οι δυο, οι δυο Αλέξιοι έφυγαν κι ο άλλος σκοτώθηκε. Θα εκλεγεί τώρα νέος αυτοκράτορας στην Αγιασοφιά κι αυτός θα είσαι εσύ Κωνσταντίνε! Πρέπει όμως να ξέρεις ότι ο νέος αυτοκράτορας, ο βασιλιάς της Ρώμης, θα έχει κάποια καθήκοντα που δεν είναι τώρα ώρα να τα πούμε, δεν έχουμε χρόνο …
Τον άκουγαν σιωπηλοί. Ο Καϊχοσρόης έδειχνε να καταλαβαίνει καλά τι συνέβαινε ενώ ο Κωνσταντίνος κοιτούσε γεμάτος απορία. Ο Πατριάρχης γύρισε προς τον μέρος του, έβγαλε ένα τυλιγμένο πανί κάτω από τα άμφιά του, του το έδωσε και του είπε να το κρύψει. Ήταν ένα λάβαρο πορφυρό με ένα χρυσοκεντημένο δικέφαλο αετό πάνω του.
-Αυτό θα είναι το δικό σου λάβαρο από εδώ και πέρα. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω παιδί μου τι είναι το Θεϊκό Βασίλειο, που κυνηγούν οι Βασιλιάδες των Ρωμαίων. Εσύ όμως και ο Καϊχοσρόης είστε πλέον οι δυο εκλεκτοί που θα ψάξετε να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη και θα γίνετε διάδοχοί του στο Βασίλειο του Θεού. Θα σου πως λεπτομέρειες και θα σε μυήσω γιε μου Κωνσταντίνε αργότερα, τώρα όμως πρέπει να ξέρεις ότι ο Γιγιαθαντίν είναι φίλος σου και σύντροφός σου και εσύ είσαι παντοτινός αδελφός του και σύμμαχος, θα μάθεις τα υπόλοιπα αργότερα, εντάξει;
-Εντάξει, αλλά … έκανε αιφνιδιασμένος και εντελώς κατάπληκτος ο Κωνσταντίνος
-Πάμε τώρα, είπε ο Καματηρός, όπως σου είπα, θα τα μάθεις αργότερα!

Έτρεξαν όλοι στην Αγιασοφιά. Ο ναός ήταν φωτισμένος με κεριά, δάδες και φωτιές που είχαν ανάψει για να κάνουν τη νύχτα μέρα. Σε λίγο θα έφεγγε κι οι Λατίνοι θα έβλεπαν ότι δεν υπάρχει καμιά αντίσταση. Ήταν μια συγκινητική στιγμή καθώς όσοι Ρωμιοί δεν το είχαν σκάσει είχαν έρθει εδώ για να αποφασίσουν όλοι μαζί για το μέλλον τους. Ο Πατριάρχης Ιωάννης Καματηρός μίλησε πρώτος
-Ο Αυτοκράτορας μας εγκατέλειψε, είπε, δεν υπάρχει αυτοκράτορας!
Ένα βουητό και φωνές «ανάξιος» ακούστηκαν από όλους. Σώπασαν πάλι.
-Έχουμε ανάγκη να εκλέξουμε νέο αυτοκράτορα για να υπερασπίσει την πόλη και θα τον εκλέξουμε τώρα εδώ. Ποιοι είναι υποψήφιοι;
-Ο αδελφός μου Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήρωας των Ρωμαίων και ανιψιός του Αλέξιου Γ’, είπε ο Θεόδωρος, από αυτοκρατορική γενιά
-Και ο γιος μου Κωνσταντίνος Δούκας, από αυτοκρατορική γενιά επίσης, πετάχτηκε και είπε ο Ιωάννης Άγγελος Δούκας, πρώτος εξάδελφος του Αλέξιου Γ’ και του Ισαάκιου
-Υπάρχουν άλλοι; ρώτησε ο Πατριάρχης
Δεν ακούστηκε άλλη υποψηφιότητα και ο Πατριάρχης κάλεσε συνηγόρους για να πουν τα καλά του καθενός. Ο Ιωάννης έπλεξε το εγκώμιο του γιου του και τόνισε την αριστοκρατική του καταγωγή. Ο Θεόδωρος, κατόπιν, πήρε τον λόγο και  θύμισε ότι ο αδελφός του καταδίωξε τους Βουργουνδούς και ότι η Ρωμανία χρειάζεται τώρα έναν ήρωα. Και οι δυο ήταν νέοι με βασιλικό αίμα και είχαν επίσης στρατιωτικές ικανότητες επομένως η ζυγαριά δεν έκλινε προς το μέρος κανενός. Δεν υπήρχε άλλο κριτήριο για την επιλογή από την τύχη. Τότε ο Πατριάρχης έριξε κλήρο πετώντας ένα νόμισμα στον αέρα. Κανείς δεν είδε τι έδειξε το νόμισμα όλοι όμως άκουσαν τον Καματηρό να λέει ότι κέρδισε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Δεν υπήρχε χρόνος ούτε για αμφιβολίες ούτε για αμφισβητήσεις. Ο Πατριάρχης τον ευλόγησε αμέσως.
-Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης προτείνεται να ονομαστεί Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, γενναίος και άξιος υπερασπιστής της Κωνσταντίνου Πόλης! συμφωνούν η Σύγκλητος, ο Λαός και ο Στρατός;
Ένα βουητό από “ναι” και “άξιος” ακούστηκε από το πλήθος. Οι Βαράγγοι έδειξαν ότι συμφωνούσε και η φρουρά, το ίδιο έκαναν και κάποιοι Ρωμαίοι πρωτοσπαθάριοι και δούκες. Οι ευγενείς και άρχοντες, όσοι δεν είχαν φύγει και ήταν συγκεντρωμένοι στην Αγία Σοφία, έδειξαν ότι συμφωνούν. Αντιπροσώπευαν εκείνη τη στιγμή τη Σύγκλητο. Με τη συμφωνία λαού και στρατού αλλά και της Συγκλήτου και της Εκκλησίας, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης στέφθηκε αυτοκράτωρ των Ρωμαίων αλλά δεν δέχτηκε να φορέσει τον πορφυρό χιτώνα καθώς δεν ήθελε εκείνη την ώρα τις τιμές και προτιμούσε να αναλάβει αμέσως δράση.
-Επειδή δεν ξέρουμε ποιος σήμερα ζει και ποιος πεθαίνει, είπε ο νέος βασιλιάς, ζητάω να ανακηρυχθεί συναυτοκράτορας ο αδελφός μου Θεόδωρος
-Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο αδελφός του σεβαστού μας αυτοκράτορα, προτείνεται από τον βασιλέα μας να ανέβει στον θρόνο σαν συναυτοκράτορας, φώναξε ο Πατριάρχης Ιωάννης Καματηρός. Συμφωνούν ο λαός, ο στρατός και η Σύγκλητος;
Ποιος είχε όρεξη να πει όχι; και ποιος νοιαζόταν, πραγματικά, ποιος θα ήταν βασιλέας ή συμβασιλέας εκείνη τη στιγμή; Ο Πατριάρχης δεν περίμενε ούτε το βουητό από τα «άξιος» ούτε τα νεύματα των Βαράγγων ή των ευγενών.
-Επομένως, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ανακηρύσσεται ως ο Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς συναυτοκράτωρ των Ρωμαίων και υπερασπιστής της αγίας Πόλης του Χριστού!
Σε λίγο ξημέρωνε και οι Σταυροφόροι θα έβλεπαν την άδεια από στρατό Πόλη έτοιμη να τους παραδοθεί. Ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει τώρα, άμεσα! Ο Θεόδωρος κι ο Κωνσταντίνος έπρεπε να μαζέψουν τον στρατό και να τον βάλουν αντιμέτωπο με τους εισβολείς, να εγγυηθούν τους μισθούς τους και να ενημερώσουν τον λαό ότι υπήρχε αυτοκράτορας που θα έδινε τη μάχη.
-Επιτέλους υπάρχει μια μικρή ελπίδα τώρα! αναφώνησε ανακουφισμένος ο Νικήτας
-Είναι πολύ αισιόδοξος ο Χωνιάτης, είπε η Ζωή που δεν έφευγε από το πλάι του Νικηφόρου με τίποτα, μόνο εμείς εδώ το ξέρουμε ότι υπάρχει αυτοκράτορας
-Δεν τους έμεινε και τίποτε άλλο εκτός από μια μικρή ελπίδα, μην ξεχνάς ότι οι Λατίνοι είναι ήδη μέσα στην Πόλη. Όσο δεν έχουν μάθει ακόμα ότι ο αυτοκράτορας έφυγε θα φοβούνται να μπουν για να την καταλάβουν ανοιχτά μη τυχόν και είναι παγίδα, θα περιμένουν το πρωί
-Ξημερώνει όπου να’ ναι αγάπη μου, έκανε ανήσυχη η Ζωή
Ο Καματηρός πήρε και πάλι τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη και τον Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη παράμερα και τους μίλησε. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών, εκείνος επέμενε στον Ιερέα που τον θεωρούσε κλειδί στην υπόθεση του «Βασιλείου του Θεού».
-Αν καταφέρουμε να διώξουμε τους βαρβάρους, θα συνεννοηθούμε καλύτερα, αν όμως συμβεί το δυσάρεστο, θα έρθετε οι δυο σας να με βρείτε όπου κι αν βρίσκομαι κι όσος χρόνος κι αν περάσει. Αν εγώ χαθώ, θα αναζητήσετε τον προκάτοχό μου και θα μιλήσετε σε αυτόν. Εσύ, Καϊχοσρόη, θα ενημερώσεις τον Λάσκαρη για όσα ξέρεις και θα ετοιμαστείτε οι δυο σας για να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη
-Ποιος είναι αυτός ο Ιερέας Ιωάννης Μακαριότατε; ρώτησε ο Κωνσταντίνος
-Είσαι Βασιλέας των Ρωμαίων! του είπε ο Πατριάρχης, θα έρθεις να με βρεις όπου κι αν καταλήξουμε μετά από αυτό το ξημέρωμα, όχι όμως τώρα, δεν έχουμε καιρό.

Λίγα λεπτά μετά από αυτή τη συζήτηση ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε ήδη ανεβεί σε έναν ολόχρυσο άμβωνα και, κρατώντας το βασιλικό σκήπτρο, απευθυνόταν στο πλήθος των συγκεντρωμένων έξω από την Αγία Σοφία ζητώντας τους να αντισταθούν στον εισβολέα. Βρήκε την αντίδρασή τους γεμάτη δισταγμούς καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν τη μάχη χωρίς τον στρατό. Συνέχισε να τους μιλά ο Θεόδωρος. Φοβόντουσαν όλοι αλλά δεν ήξεραν και τι να κάνουν. Ο νέος αυτοκράτορας γύρισε και άρχισε να συνδιαλέγεται με τους Βαράγγους και τους Άγγλους προσπαθώντας αρχικά να τους φέρει στο φιλότιμο μιλώντας για την τιμή και τη δόξα. Όταν είδε ότι αυτό δεν έπιανε τους μίλησε για μια σημαντική αύξηση του μισθού τους. Κατάφερε έτσι να τους πείσει να αντισταθούν για να διώξουν Φράγκους και Βενετούς με το ξημέρωμα. Ξεκίνησαν για τα σημεία όπου είχε μαζευτεί ο στρατός και περίμενε. Έπρεπε να συγκεντρώσουν μια δύναμη πενήντα χιλιάδων στρατιωτών και λαού για να αποκτήσουν υπεροπλία έναντι των τριάντα χιλιάδων περίπου σταυροφόρων. Το σκυθικό σώμα και το λατινικό αποτελείτο από μισθοφόρους που περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Ο φόβος ήταν μήπως είχε διαδοθεί το νέο της φυγής του Αλέξιου και είχε αρχίσει να διαλύεται το ρωμαϊκό[3] σώμα του στρατού.
-Πάμε να δώσουμε την μάχη, φώναξε ο νέος αυτοκράτορας
-Η Παναγία θα σώσει και πάλι την Κωνσταντίνου Πόλη, φώναξαν κάποιοι
Άλλοι έψελναν το “υπερμάχω” και άλλοι ακόνιζαν τα σπαθιά τους. Ακόμη και ο Καϊχοσρόης που ήταν αλλόφυλος και η Ζωή που ήταν γυναίκα έδειχναν πρόθυμοι να πολεμήσουν, όμως οι πολλοί έφευγαν. Ήταν απογοητευμένοι βλέποντας ότι τους είχε εγκαταλείψει όχι μόνο ο ληστής του θρόνου Μούρτζουφλος αλλά κι ο ίδιος ο Θεός.
Δυστυχώς τα πράγματα εξελίχτηκαν όπως τα περίμεναν οι απαισιόδοξοι, ίσως μάλιστα ξεπέρασαν ακόμα και τους πιο μεγάλους φόβους. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Πριν κυκλοφορήσει, λοιπόν, η είδηση ότι υπάρχει εστεμμένος αυτοκράτορας για να υπερασπιστεί την Πόλη, κυκλοφόρησε το νέο ότι ο Αλέξιος Μούρτζουφλος έφυγε σαν κυνηγημένος και τους εγκατέλειψε. Ο λαός βγήκε στους δρόμους με το ξημέρωμα και έβριζε τον “ληστή και σφετεριστή” φορτώνοντάς τον με κατάρες.
-Μέχρι χτες τον δόξαζαν γιατί στραγγάλισε τον ανιψιό του, σχολίασε ο Νικήτας, και τώρα τον λένε ληστή και σφετεριστή του θρόνου του στραγγαλισμένου!
-Αυτός ο πανικός δεν θα φέρει τίποτε καλό, είπε ο Νικηφόρος
-Κοιτάξτε, είπε η Ζωή και τους έδειξε πίσω τους, μια λιτανεία

Στον κεντρικό δρόμο της Πόλης που πήγαινε προς τα τείχη του Κεράτιου και την Πύλη των Βλαχερνών, είχε συγκεντρωθεί μια μεγάλη πομπή που όλο και μεγάλωνε καθώς όλο και περισσότεροι έμπαιναν στις γραμμές της. Μπροστά πήγαιναν ιερείς με τα άμφιά τους και τα λάβαρα των αγίων. Ακολουθούσαν μοναχοί και λαός. Ο Πατριάρχης είχε σαλπίσει στην Αγιασοφιά την αντίσταση αλλά, τώρα, λίγες μόνο ώρες μετά, οι δικοί του υφιστάμενοι, ο κλήρος, καθοδηγούσε την παράδοση. Ιερείς και μοναχοί και ο πιστός ορθόδοξος λαός έσπευδαν να παραδοθούν ψάλλοντας, με σκυμμένα τα κεφάλια, ένα μονότονο “έλεος, έλεος, έλεος!”. Κρατούσαν κειμήλια και ιερά αντικείμενα, εικόνες και μανουάλια και σταυρούς και προχωρούσαν κλαψουρίζοντας ελπίζοντας πως θα καλοπιάσουν τους εισβολείς για να τους λυπηθούν.
-Είναι γελοίο αυτό που συμβαίνει, είπε ο Νικηφόρος, είδα το έλεος των σταυροφόρων στο Ζαντάρ! πάμε να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε!
-Θα τους λιανίσουν! είπε η Ζωή
-Τι δειλοί, τι σιχαμένοι! είπε ο Καϊχοσρόης, ανάξιοι για ελευθερία, τους αξίζει μονάχα ένα σπαθί για να κόψει αυτά τα προσκυνημένα κεφάλια
-Δεν μας άξιζε αυτό το τέλος! μουρμούρισε ο Νικήτας που έκλαιγε βλέποντας το θέαμα
-Να φύγουμε, επέμεινε ο Νικηφόρος
Ο Θεόδωρος και ο Κωνσταντίνος έπαψαν να μιλούν με τους μισθοφόρους καθώς είδαν ότι δεν είχε πια νόημα καμιά αντίσταση. Ο λαός της Βασιλεύουσας έσπευδε να ζητήσει έλεος από τον εχθρό του αντί να αντισταθεί μέχρι της τελικής πτώσης.
-Αδελφέ μου, αυτό είναι το τέλος, είπε ο Θεόδωρος θλιμμένος κοιτάζοντας τον Κωνσταντίνο που είχε χλομιάσει
-Οι δικοί μου δεν θα παραδώσουν έτσι εύκολα τα όπλα, είπε σχεδόν ψιθυριστά μέσα από τα σφιγμένα του χείλη
-Δεν αξίζει ούτε και να το σκεφτείς, Κωνσταντίνε, πως θα τους πολεμήσεις μόνος
Το πλήθος μαζευόταν στους δρόμους και σήκωνε τα χέρια κάνοντας το σημείο του σταυρού. Οι σταυροφόροι δεν χρειάζονταν καμιά παράδοση για να λεηλατήσουν τα πάντα. Θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς, κι αυτοί οι ιερείς και οι μοναχοί απλά τους εμπόδιζαν να κάνουν πιο γρήγορα τη δουλειά τους. Ο Νικηφόρος είχε δει στο Ζαντάρ τα λάβαρα με τους εσταυρωμένους στα τείχη να σκίζονται από τους στρατιώτες που φορούσαν τον ίδιο σταυρό στα στήθη. Ήξερε τι θα γίνει λοιπόν και εδώ με αυτούς τους αφελείς. Οι προσκυνητές και επίδοξοι ελευθερωτές των Αγίων Τόπων τους αγνόησαν παντελώς ή τους έκαναν πέρα βίαια όταν χρειάστηκε.
-Κυρ Νικήτα, θα έρθεις μαζί μας; τον ρώτησε ο Νικηφόρος, φεύγουμε, δεν μπορεί να γίνει τίποτε, χάθηκαν όλα!
-Πάω να βρω την οικογένειά μου, πρέπει να τους φροντίσω τώρα
-Και τι θα κάνετε εδώ; αυτοί θα τα ισοπεδώσουν όλα, θα μπουν στα σπίτια σας δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο, θα κλέψουν, θα βιάσουν τις γυναίκες και όσους από εσάς δεν σας σκοτώσουν θα σας πουλήσουν για σκλάβους, ελάτε να φύγουμε με το πλοίο μου, είναι στο λιμάνι του Ιουλιανού
-Συνεννοήθηκα με κάποιους Γενουάτες φίλους μου, ο Μπαρτολομέο Τιέπολο μου έχει υποσχεθεί ότι θα με προστατέψει αν συμβεί το κακό
-Και ο Λάσκαρης; οι Παλαιολόγοι; ο Πατριάρχης; τι θα γίνουν όλοι αυτοί; ρώτησε ανήσυχος ο Νικηφόρος σκεπτόμενος ότι ίσως έπαιρνε κάποιους μαζί του
-Μην ανησυχείς, του είπε ο Νικήτας, θα έχουν κανονίσει όλοι την διαφυγή τους, πάνω κάτω όλοι ξέραμε τι θα συμβεί από τη στιγμή που μας πρόδωσε ο Μούρτζουφλος
-Φεύγουμε λοιπόν κι εμείς, θα τραβήξουμε για απέναντι, σε Προύσα και Νίκαια!
-Φύγετε, καλή τύχη και καλό δρόμο, ίσως μια μέρα ξανασυναντηθούμε, είπε ο Νικήτας κι έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση
-Γεια σας φίλοι μου, εγώ θα φύγω μαζί με τους Λασκαραίους, είπε ο Καϊχοσρόης που ανέβηκε κι αυτός στο άλογό του
Έριξε μια τελευταία ματιά στη Ζωή και της είπε ευγενικά.
-Χάρηκα που είχα την τύχη να γνωρίσω την ευγενική σας προσωπικότητα Κυρία μου
-Κι εγώ χάρηκα Σουλτάνε Ιαθατίνη, του είπε εκείνη, ίσως όμως ξανασυναντηθούμε στην απέναντι ακτή
-Γεια σας άτυχοι Γιουνάνοι, είπε ο Καϊχοσρόης, χάνετε το πιο μεγάλο στολίδι του κόσμου, θα έπρεπε και ο τελευταίος από εσάς να έχει πέσει σε αυτά τα τείχη πριν παραδώσετε μια τέτοια πόλη στους βαρβάρους!
-Μας αξίζει ό,τι παθαίνουμε φίλε μου, του είπε ο Νικηφόρος και ανέβηκε στο άλογό του, ίσως συναντηθούμε στην Βιθυνία
Γύρισε προς τη Ζωή. Την είδε πάνω στο άλογο και να κοιτά προς την κατεύθυνση της πομπής με τα λάβαρα και τους σταυρούς που σερνόταν ικετεύοντας για έλεος.
-Τι θλιβερό τέλος! είπε εκείνη
Την πλησίασε, της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο και της έσφιξε το μπράτσο δίνοντάς της κουράγιο.
-Πάμε να φύγουμε από εδώ Ζωή, δεν είναι τόπος για κανέναν άνθρωπο εδώ, για τρεις μέρες θα είναι όλα ένα απέραντο σφαγείο!

Έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου της και στρέφοντάς το μαζί με το δικό του προς τον νοτιά κάλπασε ελεύθερα προς το λιμάνι του Ιουλιανού. Θα αργούσαν να φτάσουν εκεί οι κατακτητές. Είχαν τόσα πολλά να λεηλατήσουν στον δρόμο τους που θα τους έδιναν όλη την άνεση χρόνου να φύγουν από μια πόλη βυθισμένη στην πιο τρελή απελπισία που εκλιπαρούσε τους βιαστές της να την λυπηθούν. Οι αρχηγοί των σταυροφόρων πήγαν στα άδεια αρχοντικά σπίτια των Ρωμιών και εγκαταστάθηκαν εκεί πετώντας στον δρόμο τις οικογένειες που έβρισκαν εκεί. Για ένα πολύ μικρό διάστημα στην αρχή της κατάληψης ο λαός ήλπισε ότι οι κατακτητές θα φερθούν σαν Χριστιανοί και δεν θα τους πειράξουν όμως, από τη στιγμή που έπεσε το σύνθημα για την αρπαγή και με εξαίρεση τους Βενετούς που τους συγκράτησε ο Δάνδολος, οι σταυροφόροι έπεσαν σαν ακρίδα σε ό,τι πολύτιμο υπήρχε. Σκότωναν, βίαζαν, έκλεβαν και λεηλατούσαν την κατακτημένη πόλη για τρεις συνεχείς ημέρες.
Βγάζοντας τον χειρότερό τους εαυτό οι Φράγκοι, έριχναν τα μανουάλια και τα χρυσά κύπελλα και τις χρυσές επενδύσεις από τις κολώνες στο κέντρο των ναών και τους έβαζαν φωτιά για να λιώσουν ώστε να μπορούν να πάρουν καθαρό τον χρυσό. Διέλυσαν τα πάντα και κατέστρεψαν ό,τι όμορφο υπήρχε. Μαζί με τις τρεις πυρκαγιές που είχαν ήδη κατακάψει την πόλη, διέλυσαν ένα δημιούργημα αιώνων. Και όταν κηρύχτηκε το τέλος της λεηλασίας αυτό που είχε απομείνει ήταν ένα ρημάδι. Η πιο όμορφη πόλη του κόσμου γέμισε νεκρούς και ερείπια. Τα λάφυρα που αποκτήθηκαν εδώ από τους κατακτητές ήταν περισσότερα από όλα μαζί τα λάφυρα που κατακτήθηκαν από όλες τις άλλες πόλεις που κυριεύτηκαν ποτέ. Υπολόγισαν ότι πάνω από το μισό του πλούτου στον γνωστό κόσμο βρισκόταν εδώ και λεηλατήθηκε από το πλήθος των σταυροφόρων και τις επίσημες ηγεσίες του.
Οι στρατιώτες του Χριστού με πολύ “χριστιανικό” τρόπο εξαφάνισαν όλες τις αμαρτίες αυτής της πόλης εξαφανίζοντας και την ίδια την πόλη. Το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία είχε πραγματοποιηθεί και ο Ερρίκος Δάνδολος μπορούσε επιτέλους να μείνει ήσυχος ότι πήρε την εκδίκησή του για όσα τράβηξε πριν από εικοσιδύο χρόνια, όταν είχε χάσει το φως του στην επίθεση του πλήθους κατά των Λατίνων. Λίγες μέρες μετά, όταν θα ησύχαζε όλη αυτή η φασαρία και θα είχε συληθεί κάθε γωνιά της Πόλης, οι νικητές θα μοίραζαν την λεία με βάση τη συμφωνία Partitio Romaniae που είχαν υπογράψει πριν από ένα περίπου μήνα. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος θα γινόταν αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι θα γινόταν ο νέος Πατριάρχης φέρνοντας οριστικά τη σχισματική ελληνική ορθόδοξη εκκλησία κάτω από την σκέπη του Πάπα. Ύστερα θα ξεκινούσαν για να κατακτήσουν τα εδάφη που είχαν μοιράσει στα χαρτιά αλλά έπρεπε να τα υποτάξουν με το σπαθί τους. Υπήρχαν, λοιπόν, πολλά ακόμα για να κάνουν κι οι Άγιοι Τόποι μπορούσαν να περιμένουν καμιάν άλλη σταυροφορία για να ελευθερωθούν.

-Χαίρομαι πολύ που φεύγουμε από εδώ, της είπε ο Νικηφόρος
-Που θα με πας; τον ρώτησε καθώς ξεπέζευαν
-Θα περάσουμε απέναντι στη Απάμεια για να βγούμε στα μέρη των Λασκαραίων, φαντάζομαι ότι θα εκεί θα πηγαίνουν τώρα και εκείνοι
-Εγώ θα πρέπει να πάω στη Νίκαια, η μητέρα μου θα μάθει σίγουρα τα νέα και θα ανησυχεί πολύ για μένα, λείπω σχεδόν δυο μήνες
-Θα πάμε μαζί, της είπε αποφασισμένος, τώρα πρέπει να φύγουμε από εδώ
Το πλήρωμα ήταν όλο εκεί. Είχαν μάθει τα νέα, άκουγαν και την οχλοβοή και καταλάβαιναν τι είχε αρχίσει να παίζεται. Ο Ιγνάτιος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει με ένα μόνο νόημα του Νικηφόρου. Χαιρέτησε τη Ζωή και ζήτησε διαταγές.
-Σε περιμέναμε ναύαρχε, φοβηθήκαμε όταν μάθαμε ότι η πόλη έπεσε χτες βράδυ και οι Φράγκοι μπήκανε μέσα
-Δεν έπεσε χτες βράδυ η Πόλη, είχε ακόμη δυνάμεις να διώξει τους Φράγκους, αλλά δεν είχε κουράγιο, σήμερα το πρωί έπεσε η Κωνσταντινούπολη, την έριξαν ο φόβος των κατοίκων της και η δειλία και ανοησία των αρχόντων της
-Και τώρα … τι θα γίνει εδώ; θα τους ισοπεδώσουν όπως κάνανε στη Ζάρα;
-Αλίμονο στους δύστυχους Ρωμιούς, όχι μόνο εδώ αλλά και σ’ όλη τη Ρωμανία, είπε ο Νικηφόρος, εσείς όμως ελάτε, μην κάθεστε άλλο, όλοι στα κουπιά και ανοίξτε και τα πανιά, είπε εκείνος, ας φύγουμε από εδώ όσο πιο γρήγορα μπορούμε! Θα πάρουμε και τα άλογα μαζί μας, βοηθήστε να τα ανεβάσουμε στο πλοίο
Η σαχτούρα ήταν γρήγορο πλοίο, σχεδόν σαν δρόμωνας, κι έφυγε βιαστικά από το λιμάνι του Ιουλιανού προς νότο, προς τις απέναντι ακτές της Προποντίδας. Δεν ήταν το μόνο που εγκατέλειπε την Βασιλεύουσα εκείνο το άχαρο πρωινό της Τρίτης και 13 του Απριλίου του 1204. Οι φωτιές τώρα είχαν δυναμώσει στον βορά ενώ πριν μια ώρα είχαν ατονήσει και έδειχναν ότι θα έσβηναν. Οι σπαρακτικές κραυγές των ηττημένων που βιάζονταν και σφάζονταν ακούγονταν ακόμα κι εδώ. Η πιο τρομερή μέρα στην ιστορία των Ρωμαίων είχε ξεκινήσει. Και το τέλος είχε γραφτεί με τον πιο άθλιο τρόπο.

Μετά τις τρεις μέρες, οι αρχηγοί των σταυροφόρων διέταξαν οριστική παύση της λεηλασίας για να αρχίσει η επίσημη μοιρασιά. Στους παράνομους, που έκλεβαν τους επίσημους αρχηγούς παίρνοντας μεγαλύτερη λεία από αυτήν που τους αναλογούσε, επιβάλλονταν σκληρές τιμωρίες, ακόμα και αγχόνη, για να συνετιστούν και οι υπόλοιποι. Μετά θα άρχιζε η κατάκτηση των χωρών που είχαν κληρονομήσει οι Βενετοί και οι Φράγκοι με βάση της συμφωνία τους, γιατί η γη της αυτοκρατορίας, οι περιοχές της Ρωμανίας στα Βαλκάνια και τη Μικρασία, για να περάσουν στα χέρια των κατακτητών έπρεπε να κερδηθούν και στρατιωτικά από τους ηγεμόνες που τις διοικούσαν ως σήμερα. Άλλες από αυτές θα παραδίνονταν προσκυνώντας τον Λατίνο αυτοκράτορα και άλλες θα αντιστέκονταν αναγνωρίζοντας μόνο το παλιό καθεστώς.
-Ξεκινάει μια περίοδος χάους, της είπε, έρχονται πολύ επικίνδυνοι καιροί!
-Πήγαινέ με στην Απάμεια ή στην Νίκαια και φύγε για την Αθήνα, του είπε
-Δεν θέλω να σε αφήσω μόνη
-Έχεις οικογένεια και αγρόκτημα, από εσένα περιμένουν προστασία. Δεν μπορείς να τα εγκαταλείψεις. Εμείς θα μείνουμε δίπλα στον Λάσκαρη, θα είμαστε ασφαλείς εδώ
-Ο Λάσκαρης θα παλέψει πολύ για να μείνει κύριος των εδαφών του, δεν θα τον αφήσουν ήσυχο οι Λατίνοι, θα έρθουν να πάρουν αυτό που νομίζουν πως τους ανήκει
-Θα μείνω εδώ, είναι καλύτερα, και ό,τι είναι να γίνει ας γίνει, του είπε σταθερά
-Κι εγώ δεν βιάζομαι να γυρίσω, έχω καιρό, της είπε κι εκείνος
Δεν μίλησαν άλλο. Ήταν φανερό ότι έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους, ίσως για πάντα. Ο Νικηφόρος ήθελε να την αγκαλιάσει, να σκουπίσει το δάκρυ που είδε να κυλάει από τα μάτια της αλλά συγκρατήθηκε. Δεν ήθελε, δεν έπρεπε να τον δει το πλήρωμα να κάνει χειρονομίες άσεμνες πάνω της. Στο τέλος του ταξιδιού, μαζί με όλους αυτούς, θα έφτανε στην Αθήνα κι εκεί είχε μια γυναίκα και μια οικογένεια να τον περιμένουν.
Την άφησε μόνη στην πρύμνη να κοιτά την Πόλη που ξεμάκραινε τυλιγμένη στις φλόγες και πήγε προς την κουπαστή για να δώσει οδηγίες στους ναύτες. Καθώς γύρισε προς τα πίσω, είδε και πάλι το περίγραμμα του κορμιού της τυλιγμένο από τα αραχνοΰφαντα μακριά φορέματά της που τα φυσούσε ο αέρας, να στέκει στην πρύμνη του «Δήλος” σαν θεϊκή οπτασία. Στεκόταν στο ίδιο σημείο όπως όταν την πρωτοείδε βγαίνοντας από το λιμάνι του Πειραιά. Ήταν το ίδιο υπέροχη όπως κι εκείνο το πρωινό, μόνο που τότε ήταν ένα ανέγγιχτο όνειρο ενώ τώρα ήταν δική του. Το λυγερό κορμί της, με φόντο τις δυνατές φωτιές της πόλης, γινόταν κατακόκκινο και τα μαύρα της μαλλιά, καθώς ο ήλιος ανέβαινε ακόμα από τα δεξιά τους στον ορίζοντα, έπαιρναν μια περίεργη απόχρωση ανάμεσα στο σκούρο βαθύ μπλε και το σκούρο μωβ.
Θυμήθηκε την φράση της στην καλύβα στον Ακρίτα. «Δεν θα με πείραζε αν πέθαινα τώρα!» του είχε ψιθυρίσει. Αυτό ακριβώς ένιωθε κι εκείνος τότε. Τώρα όμως ένιωθε πως η ζωή του είχε και πάλι ένα διαφορετικό προορισμό. Εκεί στον Ακρίτα, δεν ήταν πως δεν ήθελε τη ζωή του, απλά τότε ένιωθε αθάνατος! Τώρα όμως μύριζε τον θάνατο γύρω του και είχε να προστατεύσει μη Ζωή, κρύβοντάς την στη Νίκαια κοντά στον Λάσκαρη και την οικογένειά του στην Αθήνα όπου δεν θα αργούσε να υποστεί τις συνέπειες της πτώσης της Βασιλεύουσας.
“Πρώην Βασιλεύουσα” σκέφτηκε, “όλα πια στη ζωή μας είναι πρώην”. Ακόμα και η ευτυχία που είχε νιώσει στον Ακρίτα, έμοιαζε να είναι πρώην. Γύρισε να δει την μορφή της που ακίνητη στην πρύμνη έβλεπε τις φωτιές της Πόλης. Την αγαπούσε και την ήθελε βασανιστικά, ήξερε όμως ότι σε λίγο θα την άφηνε και πάλι.

===



[1]   Ως «Αγαρηνούς» οι Ρωμιοί χαρακτήριζαν τους Άραβες και τους μουσουλμάνους αλλά και Τούρκους στη συνέχεια. Ήταν οι απόγονοι της Αγάρ, αλλιώς οι Ισμαηλίτες. Η Αγάρ ήταν μια από τις γυναίκες του Αβραάμ που ήταν ο γενάρχης των Εβραίων και των Αράβων. Τους ονόμαζαν και «Σαρακηνούς» ή Πέρσες.
[2]  Ο Θεόδωρος Λάσκαρης και ο Αλέξιος Παλαιολόγος είχαν παντρευτεί την ίδια μέρα και ώρα σε διπλό γάμο τις δυο αδελφές, κόρες του τότε αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, ο Θεόδωρος την Άννα Αγγελίνα και ο Αλέξιος την Ειρήνη. Και οι δυο τους ήταν γυναικάδελφοι του αυτοκράτορα που διέφυγε, του Αλέξιου Ε’ Μούρτζουφλου που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Αλέξιου Γ΄, την Ευδοκία
[3]  Στο “σκυθικό” υπηρετούσαν κυρίως Κουμάνοι, εκχριστιανισμένοι Τούρκοι, Βούλγαροι και Σλάβοι, στο “λατινικό” ή “ιταλικό” δυτικοί Φράγκοι, Άγγλοι και Γερμανοί και στο “ρωμαϊκό” υπηρετούσαν οι Ρωμαίοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: