Η Βαγγελιώ είναι μια νεαρή δεκαοχτάχρονη Πειραιώτισσα που ονειρεύεται να φύγει από τον Πειραιά που θάβει τα όνειρά της. Η Ισιδώρα Ντάνκαν είναι μια παγκόσμιας φήμης χορεύτρια που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος έβλεπε ως τότε τον χορό και που, έχοντας για πρότυπό της την Ελλάδα (αρχαία φυσικά), διάλεξε να μείνει εδώ χτίζοντας το σπίτι της εκεί που σήμερα είναι ο δήμος Ζωγράφου.
Είμαστε στο έτος 1906. Η Βαγγελιώ που ονειρεύεται να φύγει και η Ισιδώρα που ονειρεύεται να έρθει είναι οι πρωταγωνίστριες στο απόσπασμα που ακολουθεί από ένα βιβλίο με τίτλο "Το Δίδυμο Άστρο" και το παραθέτω μη θέλοντας να γράψω τίποτε άλλο σήμερα για πολιτικά ή δημοτικά ή άλλα γεγονότα της καθημερινότητας
Η Βαγγελιώ καθόταν στα σκαλάκια της αυλόπορτας του
σπιτιού της και άκουγε τους θορύβους που έκαναν τα κάρα καθώς κυλούσαν στο
πλακόστρωτο, τα πέταλα των άλογων και οι άμαξες κλειστές και ανοιχτές που
περνούσαν την πολυσύχναστη οδό στο κέντρο του Πειραιά. Στον δρόμο αυτόν, λίγο
πιο δίπλα από το σπίτι τους, ήταν ο ναός Κωνσταντίνου και Ελένης και απέναντί
τους η πλατεία Κοραή, ακριβώς στο κέντρο της πόλης. Γύρω της οι δρόμοι ήταν
ίσιοι, μεγάλοι και καλά σχεδιασμένοι κατά το Ιπποδάμειο σύστημα, κάθετοι και
οριζόντιοι από την θάλασσα όπου ανέτειλε ο ήλιος, στο Πασαλιμάνι, μέχρι τη
θάλασσα όπου έδυε, στο κεντρικό λιμάνι. Ήταν απομεσήμερο, ο χειμώνας δεν είχε
ακόμα βγει καλά-καλά και οι μέρες ήταν μικρές. Σε λίγο θα σκοτείνιαζε Το ιππήλατο
τραμ περνούσε αργά με τις ρόδες του και την καρότσα του να τρίζουν σηκώνοντας
ελαφριά σύννεφα σκόνης που όμως δεν μπορούσαν να χαλάσουν το ειδυλλιακό τοπίο
στο βάθος του ορίζοντα, πίσω από τα βουνά της δυτικής Αττικής ούτε και την
θάλασσα που γυάλιζε από τις τελευταίες ακτίνες του κόκκινου ήλιου.
Κάθε μέρα τέτοια ώρα σκοτείνιαζε η ψυχή της.
Αισθανόταν μόνη και φοβόταν τους εφιάλτες που μπορεί να έβλεπε τις νύχτες που
κοιμόταν στο κρεβάτι της. Όσο κι αν την καθησύχαζε η μάνα της, εκείνη συνέχιζε
να ανησυχεί και να θέλει να κλάψει. Κάθε νύχτα έβλεπε πρίγκιπες να την
περιτριγυρίζουν, άντρες γενναίους και δυνατούς να την σώζουν από περιπέτειες
και δυσκολίες, νέα αγόρια να την φλερτάρουν, έναν ολόκληρο ερωτικό κόσμο να την
πολιορκεί, κι αυτή να μην μπορεί να ανταποκριθεί ούτε στο ελάχιστο, πότε γιατί
κάτι έκτακτο συνέβαινε, πότε γιατί ο πατέρας της ή η μάνα της τής φώναζαν να
γυρίσει στο σπίτι, πότε γιατί μια αρρώστια δεν της επέτρεπε να μιλά και να
αγγίζει άλλους και συνήθως γιατί ήταν δεμένη σφιχτά με αλυσίδες και σχοινιά από
τα οποία δεν μπορούσε με τίποτε να απαλλαγεί. Ύστερα έρχονταν εφιάλτες μιας
ξεχασμένης στη μνήμη φυγής αλλά ζωντανής ακόμα στο υποσυνείδητο, κελεμπίες και
σαρίκια Αιγυπτίων αστυνομικών να κυνηγούν κι αυτήν και τη μάνα της. Το φάντασμα
του πατέρα της στοίχειωνε τα όνειρά της καθώς την ώρα ακριβώς που πήγαινε να
τους προστατεύσει … χανόταν. Ξυπνούσε μέσα στην αγωνία και άλλοτε έβαζε τα
κλάματα ή, άλλοτε, χάιδευε το σώμα της μέχρι που να λαχανιάσει και να κοιμηθεί.
-Γεια σου Βαγγελίτσα, τι κάνεις εδώ κορίτσι μου;
ακούστηκε η φωνή του πατέρα της που έστριψε από τον πλαϊνό δρόμο για να φτάσει
στην είσοδο του σπιτιού τους γυρνώντας από το μαγαζί
-Κάθομαι και βλέπω την κίνηση, του απάντησε
-Μήπως κρυώσεις; τη ρώτησε, ακόμα δεν έχει
μαλακώσει ο καιρός …
-Όχι, ακόμη είναι εντάξει, του είπε
-Μόλις κρυώσεις έλα μέσα, της τόνισε εκείνος
-Θα έρθω κι εγώ μέσα τώρα, Μπαμπά, του είπε κι
έκανε χώρο για να περάσει
-Σου έφερα κρέας για να μας κάνει σούπα η μάνα σου
και γλυκά, της είπε
-Εντάξει Μπαμπά, θα έρθω σε λίγο
Η Βαγγελιώ έκατσε για λίγο ακόμα στα σκαλιά. Πριν
μπει όμως στο σπίτι την πλησίασε η κυρά Αμαλία, μια γειτόνισσα που την
συμπαθούσε πολύ.
-Τα έμαθες Βαγγελίτσα; της είπε
-Όχι, δεν άκουσα τίποτε, σαν τι ήταν να μάθω κυρά
Αμαλία;
-Για την Αμερικάνα … θυμάσαι που σου έλεγα για την
Ισιδώρα Ντάνκαν, την χορεύτρια; Ζητάει, λένε, μικρά ελληνόπουλα για μια χορευτική
παράσταση που θέλει να ανεβάσει και εξετάζει νεαρές που θέλουν να πάνε μαζί της
-Ε, και; έκανε αδιάφορα η Βαγγελιώ
-Θέλει παιδιά γύρω στα δεκαέξι με δεκαεπτά, στην
ηλικία σου!
-Ε, και λοιπόν; είπε η Βαγγελιώ, εμένα θα βρει η
Αμερικάνα;
-Γιατί όχι Βαγγελίτσα μου;
-Και πως θα με βρει κυρά Αμαλία; ακόμα κι αν με
ψάξει… δεν θα τα καταφέρει, δεν το έχεις καταλάβει ακόμα; εδώ στον Πειραιά δεν
σε βρίσκει ούτε ο Θεός!
-Εγώ πάντως θα το πω στον Ορντινάκη ότι αυτή είναι
η ευκαιρία για την κόρη του, κι εκείνος ας κάνει ό,τι τον φωτίσει ο θεός …
Ορντινάκης στο επώνυμο και Παναγιώτης στο μικρό
όνομα ήταν ο πατέρας της που μόλις πριν λίγο είχε μπει στο σπίτι. Κρητικός στην
καταγωγή, είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, σε ένα σπίτι στην Καστέλα πάνω στον
λόφο του προφήτη Ηλία, μαζί με τους γονείς του από την εποχή της Κρητικής
επανάστασης. Πρώτα είχαν καταφύγει στη Σμύρνη και μετά είχαν έρθει εδώ στον
Πειραιά, στη συνοικία των Κρητικών. Εδώ και πολλά χρόνια, όμως, είχε
μετακομίσει στο κέντρο του Πειραιά. Είχε ανοίξει ένα κρεοπωλείο που δούλευε
καλά κι επειδή έβγαζε αρκετά χρήματα μπορούσε κι έφερνε πάντα του κόσμου τα
καλά στο σπίτι του.
Ήταν καλός και στοργικός πατέρας αλλά κάπως
καταπιεστικός, ίσως επειδή ήταν υπερπροστατευτικός και φοβόταν μην κακοπέσει η
κόρη του η Βαγγελιώ. Δεν είχε άλλα παιδιά και είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας με τη
γυναίκα του, τη μάνα της Βαγγελιώς, που ήταν πολύ διαφορετικός χαρακτήρας από
αυτόν. Εκείνος ήταν εξήντα εννιά κι εκείνη μόλις σαράντα τριών χρονών. Η Γαριφαλιά Ορντινάκη ήταν μια πρώην πολύ όμορφη και κοσμοπολίτισσα γυναίκα με έναν αέρα
αριστοκράτισσας να παραμένει αχνά πάνω της.
-Κύριε Παναγιώτη, το ξέρετε ότι η κόρη σας μπορεί
να γίνει μια πολύ καλή χορεύτρια; είχε ρωτήσει κάποια στιγμή η κυρία Αμαλία τον
κύριο Παναγιώτη εκεί που έπινε τον καφέ του
-Τι εννοείς όταν λες χορεύτρια κυρά Αμαλία;, θα
χορεύει, μήπως, και τον χορό της κοιλιάς η κόρη μου; είχε απαντήσει εκείνος
θυμωμένος με το που άκουσε κάτι τέτοιο
-Όχι βέβαια, δεν μιλάω για χορό της κοιλιάς, προς
θεού κύριε Παναγιώτη, εγώ εννοώ τον κλασικό χορό, το μπαλέτο … μιλάω για ένα
χορό που είναι ευγενικός και σοβαρός!
-Κυρία Αμαλία, σε παρακαλώ μη με ζαλίζεις με
τέτοια πράγματα και μην της βάζεις τέτοιες ιδέες στο μυαλό της! σε αφήνω να την
μαθαίνεις κάποια πράγματα για να περνάει και η ώρα της αλλά να το ξέρεις ότι θα
σε σταματήσω και θα της το απαγορέψω να έρχεται σπίτι σου αν καταλάβω ότι πάτε
να κάνετε κάτι τέτοιο στο παιδί μου! να το ξέρεις, γειτόνισσα, μια και καλή ότι
δεν την έχω για χορεύτρια την Βαγγελίτσα, έχουμε άλλα όνειρα γι αυτήν, θέλουμε
να βρει μια καλύτερη τύχη
-Μα … πήγε να πει η κυρία Αμαλία
-Χωρίς “μα” και “ξεμά” αυτό είναι και τελείωσε!
είπε αυστηρά ο Ορντινάκης μη επιτρέποντας ούτε κουβέντα παραπάνω
Η κυρία Αμαλία το είπε και στην Γαρυφαλλιά, που
ήξερε από χορό και ίσως θα μπορούσε να πείσει τον Ορντινάκη, όμως κι εκείνη
ήταν απόλυτη
-Άδικα χάνεις τον χρόνο σου Αμαλία μου, της είχε
πει
-Μα αν προσπαθούσες κι εσύ Γαρυφαλλιά μου, θα
μπορούσες να τον πείσεις
-Άδικος κόπος, δεν θα αφήσει το κορίτσι του ένας
Κρητικός να κάνει τέτοια πράγματα … ηθοποιός, χορεύτρια, τραγουδίστρια, όλα
αυτά είναι πομπές για τον Παναγιώτη!
Κάπως έτσι έσβησε το όνειρο για μια καριέρα χορεύτριας
του κλασικού μπαλέτου ή έστω των δημοτικών χορών, μιας τέχνης που τώρα μόλις
έκανε τα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα. Όλα τα όνειρα έσβηναν εδώ κάτω στον
Πειραιά που ήταν το ταπεινό επίνειο της πρωτεύουσας. Είχε μεγαλώσει πια η πόλη,
είχε περίπου πενήντα χιλιάδες κατοίκους όπως λέγανε, όμως παρέμενε ακόμα ένα
χωριό, ή μάλλον μια συστάδα χωριών, όπως τα Κρητικά στην Καστέλα, τα Μανιάτικα
προς το λόφο του Βώκου, τα Χιώτικα προς τον Άγιο Νικόλαο, τα Υδραίικα πιο εκεί
και τόσες άλλες μικρές γειτονιές που κάθε μια της είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
και έντονο τοπικό χρώμα. Με τα ναυπηγεία, τα ατμοκίνητα εργοστάσια και το
μεγάλο λιμάνι που ήταν το τρίτο στην ανατολική μεσόγειο, ο Πειραιάς ήταν μια
πόλη που αναπτυσσόταν ταχύτατα στην οικονομία αλλά έμενε πίσω από την Αθήνα και
την υπόλοιπη Ευρώπη σε πολιτισμό και νοοτροπία.
Για την Βαγγελιώ ήταν μια πόλη που της στερούσε
την δυνατότητα να έχει όνειρα. Δεν ήταν μόνο ο Πειραιάς, βέβαια, ολόκληρη η
Ελλάδα ήταν ακόμα αρνητική σε όνειρα όπως αυτά της Βαγγελιώς, όμως στην Αθήνα
τουλάχιστον υπήρχε ένα καλύτερο κλίμα και ένα πνεύμα πιο ευρωπαϊκό. Ό,τι καλό,
μοντέρνο, πρωτότυπο ή έστω και παραδοσιακό γινόταν στην Ελλάδα συνέβαινε στην
Αθήνα. Εκεί υπήρχαν θέατρα, εκεί δρόμοι σαν βουλεβάρτα, εκεί υπήρχαν
λογοτέχνες, ποιητές, στιχουργοί, τραγουδοποιοί, εκεί παίζονταν όπερες και
οπερέτες, εκεί συνέβαιναν όλα. Εδώ, στον Πειραιά, τα όνειρα των νέων θάβονταν
πριν προλάβουν να ανθίσουν.
Η Βαγγελιώ κοίταξε προς τη θάλασσα. Το μεγάλο
υπερωκεάνιο, η περίφημη «Αυστροαμερικάνα» ήταν εκεί και δέσποζε σε όλο το
λιμάνι καθώς όλα τα πλοία δίπλα του, είτε ιστιοφόρα είτε ατμόπλοια έμοιαζαν σαν
νάνοι δίπλα στον γίγαντα. Αύριο θα γέμιζε μετανάστες που θα ξεκινούσαν το μακρύ
και δύσκολο ταξίδι τους για την Αμερική. Η μπάντα του δήμου θα έπαιζε μουσικές,
τα μαντίλια του αποχαιρετισμού θα σκούπιζαν τα δάκρυα των συγγενών και φίλων
που έμεναν πίσω και κάποια στιγμή το πλοίο θα έφευγε κουβαλώντας μαζί του τις
ελπίδες τόσων και τόσων ανθρώπων που για μια φορά ακόμα άφηναν την πατρίδα τους
για ένα άγνωστο τόπο αλλά αρκετά φιλόξενο αφού θα μπορούσε να τους δεχτεί.
Σκέφτηκε την Αμερικάνα χορεύτρια που είχε κάνει το αντίστροφο ταξίδι. Με ένα
τέτοιο υπερωκεάνιο, αλλά στην πρώτη θέση με τις πολυτελείς καμπίνες, και όχι
στο κατάστρωμα βέβαια, είχε ταξιδέψει αυτή μόνη με την οικογένειά της ή με
ελάχιστους ακόμη επιβάτες για να φτάσει από την Νέα Υόρκη στην Ελλάδα!
Αλήθεια, τι ιδέα κι αυτή! Ενώ όλοι έφευγαν, εκείνη
είχε έρθει! Τι την είχε φέρει εδώ; Ήταν άραγε αποτυχημένη στη χώρα της; Ποιος
λόγος υπήρχε να έρθει μια αριστοκράτισσα εδώ στο νότο της Ευρώπης, στην
καθυστερημένη Ανατολή; Γιατί εδώ κανείς δεν γνώριζε ακόμα άλλο τίποτα από
τσάμικους και δημοτικούς χορούς, και κανείς δεν ήξερε τι θα πει μπαλέτο και τι
ήταν ο κλασικός χορός. Δεν υπήρχε κοινό για να την δει και να καταλάβει τι σόι τέχνη
ήταν αυτή που υπηρετούσε …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου