Μια προδημοσίευση από ένα βιβλίο που τελείωσα πριν λίγο με τίτλο "Συνωμοσία της Νίκαιας" ή "Κυνηγώντας το Θεϊκό Βασίλειο" ή "Στις απαρχές του νέου ελληνισμού"
===
Τα τέσσερα αποσπάσματα που παραθέτω, δεν είναι χαρακτηριστικά του βιβλίου το οποίο αφηγείται
μια ιστορία από το 1201 μέχρι το 1211 μΧ κι έχει έρωτες και περιπέτειες αλλά
και συναισθήματα και σκέψεις.
Τα τέσσερα κομμάτια που ακολουθούν (από το 5ο, 9ο, 11ο και 12ο κεφάλαια) αποτελούν ένα μέρος του προβληματισμού εκείνου του καιρού σχετικά με την “Ρωμιοσύνη”, δηλαδή την οικουμενικότητα της ηττημένης (το 1204) Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ή τον “νέο ελληνισμό” της, δηλαδή την επιστροφή σε κάποιες ρίζες που θα έδιναν στο απογοητευμένο γένος των ελληνόφωνων και ορθόδοξων πληθυσμών της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας την νέα δύναμη που χρειαζόταν για να αποτινάξει τον πολλαπλό ζυγό και να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη.
Επαναλαμβάνω, το βιβλίο είναι μυθιστόρημα, δεν είναι όπως τα αποσπάσματα που ακολουθούν. Απλά μάζεψα εδώ μερικά σημεία, κάποιους διαλόγους, που μπορεί να ενδιαφέρουν αυτούς οι οποίοι σκέπτονται αυτά τα ζητήματα, όπως τον νέο ελληνισμό, στα σοβαρά.
Τα τέσσερα κομμάτια που ακολουθούν (από το 5ο, 9ο, 11ο και 12ο κεφάλαια) αποτελούν ένα μέρος του προβληματισμού εκείνου του καιρού σχετικά με την “Ρωμιοσύνη”, δηλαδή την οικουμενικότητα της ηττημένης (το 1204) Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ή τον “νέο ελληνισμό” της, δηλαδή την επιστροφή σε κάποιες ρίζες που θα έδιναν στο απογοητευμένο γένος των ελληνόφωνων και ορθόδοξων πληθυσμών της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας την νέα δύναμη που χρειαζόταν για να αποτινάξει τον πολλαπλό ζυγό και να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη.
Επαναλαμβάνω, το βιβλίο είναι μυθιστόρημα, δεν είναι όπως τα αποσπάσματα που ακολουθούν. Απλά μάζεψα εδώ μερικά σημεία, κάποιους διαλόγους, που μπορεί να ενδιαφέρουν αυτούς οι οποίοι σκέπτονται αυτά τα ζητήματα, όπως τον νέο ελληνισμό, στα σοβαρά.
===
1ο κομμάτι (από το Ε’ κεφάλαιο)
Είμαστε στον Ιούλιο του 1203 μΧ. Η Κωνσταντινούπολη πολιορκείται από τα
Σταυροφορικά στρατεύματα. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ το σκάει από την Πόλη μέσα
στην νύχτα αφήνοντάς την ανυπεράσπιστη στο έλεος των Σταυροφόρων. Πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου “Δήλος” μιλούν ο Νικηφόρος, καπετάνιος του
πλοίου, με τον άρχοντα Θεόδωρο Λάσκαρη που διαφεύγει από την Κωνσταντινούπολή
προς τις απέναντι ακτές της Βιθυνίας, καθώς οι Σταυροφόροι έχουν επιβάλει σαν
αυτοκράτορα τον Αλέξιο Δ’ που κυνηγά και κλείνει φυλακή ή
βγάζει τα μάτια των αρχόντων που ήταν συγγενείς ή φίλοι με τον Αλέξιο Γ’. Ο
Θεόδωρος Λάσκαρης και η γυναίκα του Άννα Αγγελίνα (κόρη του Αλέξιου Γ’)
φυγαδεύονται με το “Δήλος” και εν πλω ο Νικηφόρος κάνει μια κουβέντα με τον
Λάσκαρη.
[σημείωση: Ο Ακομινάτος και ο Νικήτας Χωνιάτης που αναφέρονται είναι αδέλφια και σοφοί
της εποχής. Ο Νικήτας Χωνιάτης είναι χρονογράφος και Λογοθέτης (κάτι σαν
πρωθυπουργός) του Αλέξιου Γ’ και έχει καθαιρεθεί από την θέση του ενώ ο Μιχαήλ Ακομινάτος
είναι μητροπολίτης στην Αθήνα].
===
-Φοβάμαι
ότι η Πόλη του Κωνσταντίνου με όλα αυτά τα στίφη έξω από τα τείχη της και με
τον αυτοκράτορα αυτόν μέσα, δεν θα έχει καλό μέλλον, είπε ο Λάσκαρης
-Δεν
ξέρω τα δικά σας Δεσπότη Θεόδωρε, του είπε ο Νικηφόρος, όμως μια αυτοκρατορία δεν διοικείται έτσι! συγνώμη
για το θράσος μου να σας μιλώ ανοιχτά όμως νιώθω ότι πρέπει να τα πω όπως τα
καταλαβαίνω και μην θεωρήσετε ότι εγώ ο αδαής τολμώ να σας κάνω υποδείξεις. Στη
Βασιλεύουσα, δεν γνωρίζετε πως περνάει ο κόσμος, μόνο φόρους και βάρη ξέρετε να
βάζετε για να φτιάχνετε στρατούς και να κάνετε πολέμους, αλλά ο κόσμος δεν
ξέρει πια γιατί να υπομένει και γιατί να πληρώνει, δεν πιστεύει σε τίποτα και
πολύ εύκολα θα μπορούσε να διαλέξει άλλους ηγεμόνες αρκεί να τον φορολογούσαν
λιγότερο
-Δεχόμαστε
επιθέσεις από παντού και χρειάζεται στρατός για να αποκρούονται, δεν μπορείς με
ευχές και θαύματα να τα βγάλεις πέρα
-Όμως
όλος ο στρατός σας πια είναι μισθοφορικός, ξένοι σας υπερασπίζονται, ούτε
στρατείες υπάρχουν πια, ούτε ιππείς, ούτε στρατιώτες της αυτοκρατορίας, όλοι
είναι ξένοι και μισθοφόροι, μάχονται μόνο για τον μισθό τους
-Έχεις
δίκιο σε αυτό, κάθε φορά που οδηγώ ένα στράτευμα τρέμω μήπως και με παρατήσουν
μόνο μου στη μάχη και φύγουν, είπε ο Λάσκαρης
-Μα
αν μάχονται μόνο για το χρήμα, τότε γιατί να διακινδυνεύσουν να πεθάνουν και να
μην το χαρούν; δεν έχει νόημα η μάχη! λογικό είναι να φεύγουν μόλις δουν ότι
κινδυνεύουν στα σοβαρά να χτυπηθούν με τον εχθρό και να τα χάσουν όλα!
Ο
Λάσκαρης ήξερε πως ο συνομιλητής του είχε δίκιο. Με τέτοια συμπεριφορά από τους
μισθοφόρους, ο ρωμαϊκός στρατός έμοιαζε σαν ένα άθροισμα δειλών που καμιά μάχη
δεν θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει.
-Ήμουν
δίπλα στον Αλέξιο Γ’, συνέχισε ο Νικηφόρος, και είδα την αντίδρασή του όταν
βρέθηκε απέναντι στον στρατό των Φράγκων. Εντάξει, ήταν διστακτικός, δειλός,
αλλά ήταν και πολύ σκεπτικός. Είχε ένα στρατό πέντε φορές πιο μεγάλο από των
Φράγκων αλλά εκείνοι πολεμούσαν για τη ζωή τους, για τα πλούτη και τη δόξα ενώ
ο στρατός του αυτοκράτορα για τίποτε. Οι μισθοφόροι πολεμούν για ένα μισθό, που
δεν θα τον χαρούν αν πεθάνουν, έτσι εύκολα τρέπονται σε φυγή. Αυτό φοβήθηκε ο
Αλέξιος και γι αυτό υποχώρησε
-Μα
υπήρχαν γενναίοι άρχοντες όπως ο Βρανάς, ο Παλαιολόγος, ο αδελφός μου, ο
Κοντοστέφανος και τόσοι άλλοι που θα μάχονταν μέχρι θανάτου, είπε ο Θεόδωρος
-Εσείς
θα πολεμούσατε γιατί αν υποταχτείτε χάνετε φέουδα ολόκληρα και πρόνοιες και
πόλεις που είναι δικές σας και σας υπηρετούν, οι στρατιώτες σας όμως τι έχουν
να χάσουν; Γιατί να πεθάνουν πολεμώντας για σας; Προτιμούν να φύγουν για να
έχουν τουλάχιστον τη ζωή τους! Οι αυτοκράτορες κατάργησαν τις στρατείες και ο
στρατός δεν πιστεύει σε τίποτε πια! είπε ο Νικηφόρος που είχε οίστρο και με
αυτά που έλεγε προβλημάτιζε τον Λάσκαρη
-Και
τι μπορούμε να κάνουμε αφού οι άντρες και ιδιαίτερα οι νέοι προτιμούν τα
μοναστήρια ή πληρώνουν για να αποφεύγουν τον στρατό;
-Αν
δεν θέλουν να υπερασπιστούν τον τόπο τους, ποιος λόγος υπάρχει για να γίνονται
πόλεμοι; Αδιαφορούν για το ποιος θα είναι ο αφέντης τους, νιώθουν ξένοι με
όλους
-Μα
είναι πόλεμοι που υπερασπίζονται την αυτοκρατορία
-Όχι
την αυτοκρατορία, τους αυτοκράτορες και την αυλή, είπε ο Νικηφόρος που φοβήθηκε
προς στιγμή ότι ο λόγος του έρεπε προς την ασέβεια
-Χωρίς
τον ρωμαϊκό στρατό θα επικρατούσε πλήρης αναρχία, είπε ο Θεόδωρος
-Και
τώρα, τι επικρατεί; Τάξη; Αν κοιτάξετε γύρω σας θα δείτε τα σημάδια της
διάλυσης, είπε ο Νικηφόρος. Ο Λέων Σγουρός έχει το δικό του φέουδο στην Ελλάδα,
ο Μαυροζώμης διοικεί όπως θέλει τον Μαίανδρο, ο Καλογιάννης είναι Τσάρος στη
Βουλγαρία, ο Γαβαλάς είναι άρχοντας στη Ρόδο, ο Δαβίδ Κομνηνός έχει δική του
την Τραπεζούντα! Στη Μικρασία που κάποτε ήταν στήριγμα της αυτοκρατορίας
δεκάδες Γαζήδες πολιορκούν και τρομοκρατούν τις πόλεις των Ρωμαίων. Παντού
μικροί και μεγάλοι άρχοντες, Κομνηνοί, Δούκες και Άγγελοι, Ρωμιοί και ξένοι
απομυζούν τον απλό λαό. Σας ζητώ συγνώμη που μιλώ έτσι, όμως, δεν βλέπει η
Ευγένειά σας ότι δεν υπάρχει κανείς συνεκτικός ιστός που να ενώνει τους λαούς
της αυτοκρατορίας; Ή μήπως θεωρείτε ότι οι Βλάχοι και οι Βούλγαροι είναι μέρος
της Ρωμανίας, ότι νιώθουν έστω και λίγο Ρωμαίοι;
-Και
τι θα μπορούσε να γίνει κατά τη γνώμη σου Νικηφόρε, ρώτησε ο Θεόδωρος
-Κατά
τη γνώμη μου, ο κόσμος χρειάζεται μιαν έμπνευση! είπε εκείνος χωρίς να το έχει
πολυσκεφτεί αλλά νιώθοντας ότι έλεγε κάτι σωστό
-Και
πως την εννοείς εσύ φίλε μου αυτή την έμπνευση; ρώτησε ο Θεόδωρος
-Πρέπει
να υπάρχει κάτι πολύ παραπάνω από το συμφέρον του αυτοκράτορα που να ενώνει τον
κόσμο της Ρωμιοσύνης κάτω από τα ίδια λάβαρα
-Λάβαρο
της Ρωμανίας είναι η χριστιανοσύνη
-Χριστιανοί
είναι και αυτοί που σας πολιορκούσαν και σας επιτέθηκαν!
-Να
το διορθώσω, λοιπόν, λάβαρό μας είναι η Ορθοδοξία!
-Ορθόδοξοι
είναι οι και Βούλγαροι που περιμένουν να φύγουν οι σταυροφόροι για να πάρουν
εκείνοι την Πόλη! Και οι Σέρβοι το ίδιο, κι οι Ρώσοι που καραδοκούν, Ορθόδοξοι
είναι κι εκείνοι!
Ο
Λάσκαρης προβληματιζόταν καθώς αυτά που έλεγε ο Νικηφόρος ήταν και δικές του
σκέψεις που τον στενοχωρούσαν αλλά που δεν του έδιναν διέξοδο.
-Και
τι πιστεύεις ότι θα μπορούσε να γίνει;
-Δεν
είμαι πολιτικός ούτε φιλόσοφος, είπε ο Νικηφόρος, άκουσα όμως σοφούς ανθρώπους
να μιλούν για όλα αυτά και μπορώ να μεταφέρω στην Χάρη σας τη γνώμη τους αν το
θέλετε
Ο
Θεόδωρος Λάσκαρης έδειχνε να είναι όλος αυτιά. Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, και
βρισκόταν στο επίκεντρο των εξελίξεων που τον έστελναν αυτή τη στιγμή στην
εξορία.
-Ο
Μιχαήλ Ακομινάτος, ο μητροπολίτης των Αθηνών έχει τη γνώμη πως πρέπει να
πάψουμε να αντιδρούμε όταν οι Λατίνοι μας χαρακτηρίζουν Γραικούς, για να
δείξουν ότι είμαστε σχισματικοί
Ο
Θεόδωρος περίμενε κάτι περισσότερο. Τον παραξένεψε αυτό που άκουσε.
-Ο
Μιχαήλ λέει πως είναι πιο ένδοξο το γένος των Ελλήνων από εκείνο των Ρωμαίων,
συνέχισε ο Νικηφόρος
-Και
είναι και μητροπολίτης, ε; Θαρραλέος, λοιπόν, αυτός ο αδελφός του Νικήτα, σαν
τον αδελφό του!
-Λέει
πως έστω κι αν γίναμε χριστιανοί, ωστόσο παραμένουμε Έλληνες και αυτό πρέπει να
το θυμηθούμε ξανά, συνέχισε ο Νικηφόρος
-Μα
αυτό θα έχει συνέπειες στην οικουμενική πολιτική μας, είπε ο Θεόδωρος, η
αυτοκρατορία μας ισχυρίζεται ότι είναι το Βασίλειο του Θεού και …
Δεν
απέρριπτε αυτά που είχε πει ο Νικηφόρος, αντιθέτως τα σκεφτόταν
-Βέβαια
…, θα μου πεις ότι με αυτά που κάνουμε … μερικές φορές πιο πολύ για βασίλειο
του Διαβόλου μοιάζουμε παρά του Θεού, είπε ο Λάσκαρης με ένα ύφος
εξομολογητικό, ωστόσο … το σημαντικό δεν είναι το ηθικό μέρος, όταν λέμε
“Βασίλειο του Θεού” εννοούμε ότι είμαστε προορισμένοι να κυβερνάμε όλη την οικουμένη
και διεκδικούμε όλα όσα είχαν κατακτήσει ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος ή ο
Βασίλειος. Απλωνόμασταν κάποτε από τον Δούναβη ως τον Ευφράτη και από την
Αφρική ως τη Χερσώνα, και το ότι εμείς είμαστε οι Ρωμαίοι δικαιολογεί την
πολιτική αυτών των μεγάλων αυτοκρατόρων. Η αλήθεια όμως είναι ότι τώρα συρρικνωθήκαμε
και κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούμε να τα ξανακερδίσουμε όλα αυτά!
Αναπολούσε
τα χαμένα μεγαλεία αλλά συνέχισε να μιλά.
-Η
Ρωμανία είχε σε όλα αυτά τα μέρη χριστιανικούς πληθυσμούς που μιλούσαν την
ελληνική γλώσσα, αλλά αυτό δυστυχώς έχει αλλάξει οριστικά. Η Μικρασία γέμισε
Τούρκους. Όχι μόνο αναγνωρίσαμε τον Σουλτάνο του Ικονίου αλλά ξέρουμε ότι είναι
πιο ισχυρός από εμάς, και όταν το αμφισβητήσαμε ηττηθήκαμε στο Μυριοκέφαλο και
τα χάσαμε όλα! Στη Δύση όχι μόνο χάσαμε την Ιταλία και τη Σικελία αλλά κινδυνεύουμε
και από τους Νορμανδούς που απειλούν την Θεσσαλονίκη. Και την Αίγυπτο, τη Συρία
… μπορούμε να τις ξαναπάρουμε αυτές τις χώρες από τους Άραβες μετά από
πεντακόσια χρόνια; Μας θυμάται πια κανείς εκεί; Συρρικνωθήκαμε και μείναμε οι
ελληνόφωνοι Ρωμιοί μόνο στα νότια Βαλκάνια και στα παράλια της Μικρασίας και
του Πόντου. Μόνο σε αυτά τα μέρη έχουν πια την πλειοψηφία Ρωμιοί που μιλάνε
ελληνικά και που νιώθουν να είναι Έλληνες. Αυτή είναι δυστυχώς η αλήθεια Νικηφόρε!
Ο
Νικηφόρος άκουγε τον μονόλογο και κουνούσε το κεφάλι. Εκείνος είχε ξεκινήσει
αυτή την κουβέντα αλλά ο Λάσκαρης την είχε πάρει όλη πάνω του.
-Μια
ελληνική αυτοκρατορία, λοιπόν! αυτό είναι που ονειρεύεται ο Ακομινάτος, ε; ένα
Βασίλειο με μια γλώσσα, μια θρησκεία και μια ταυτότητα, άνθρωποι με κοινές
ρίζες!
-Μου
επιτρέπετε να σας θυμίσω κάτι που μου είπε ο Νικήτας Χωνιάτης;
-Τι
σου είπε ο σοφός άνθρωπος;
-Μου
είπε ότι ο Βασίλειος ο Β’ που τον αποκαλούμε Βουλγαροκτόνο, αυτός ο μεγάλος
αυτοκράτορας, όταν κατανίκησε τους Βούλγαρους και δέχτηκε τους όρκους πίστης
από τους Βογιάρους, δεν ήρθε για τον θρίαμβό του στην Κωνσταντίνου Πόλη ούτε
στη Θεσσαλονίκη πήγε. Διάλεξε να περάσει πρώτα από τις Θερμοπύλες να αποδώσει
φόρο τιμής στον Λεωνίδα και μετά πήγε στην Αθήνα, στον Παρθενώνα για να
προσευχηθεί για την νίκη του. Ήταν συμβολική η κίνησή του, έδειχνε από που
έπαιρνε δύναμη, ήταν μια σπονδή στην αρχαία Ελλάδα. Δεν ήταν ειδωλολάτρης, αλλά
προσευχήθηκε στο ιερό της Παρθένας Αθηνάς που τώρα έχει γίνει Παρθένα κυρά-Παναγιά!
Όσο για τον θρίαμβό του στην Κωνσταντινούπολη, αυτός έγινε μετά
-Ναι,
αυτό το ξέρω κι εγώ, έτσι έκανε ο Βασίλειος
-Ίσως
λοιπόν αυτό να είναι ένας συνεκτικός ιστός για τη Ρωμανία, άρχοντα Θεόδωρε, η
ελληνική προέλευση η γλώσσα, η καταγωγή, η αρχαιότητα! είπε ο Νικηφόρος, αυτό πιστεύει
ο Ακομινάτος παρά το γεγονός ότι είναι ο ίδιος μητροπολίτης
-Δεν
ακούγεται άσχημο, είπε ο Λάσκαρης, μήπως όμως είναι ο μόνος;
-Απ’
ό,τι φαίνεται υπάρχουν και αρκετοί άλλοι που το βλέπουν εφικτό
-Μοιάζει
μακρινό, πάντως, αυτή τη στιγμή, είπε ο Λάσκαρης
-Αν
μου επιτρέπετε, πρέπει να κοιτάξω την πορεία μας, είπε ο Νικηφόρος κι έφυγε
===
2ο κομμάτι (από το Θ’ κεφάλαιο)
Είμαστε στην Προύσα το καλοκαίρι του 1204, αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης μετά δυσκολίας προσπαθεί να σταθεί εδώ και στη Νίκαια για να φτιάξει ένα αντίπαλο δέος προς τους Λατίνους και να ανακτήσει κάποτε την Πόλη. Επτά άνθρωποι μαζεύονται σε μια συνωμοσία-σύσκεψη και συζητούν για μια διακήρυξη του νέου ελληνισμού. Είναι ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, που έχει ανακηρυχθεί αυτοκράτορας την μέρα που έπεφτε η Πόλη, η Άννα Αγγελίνα, σύζυγος του Θεόδωρου Λάσκαρη (αδελφού του Κωνσταντίνου), ο Νικήτας Χωνιάτης, ένας από τους σοφούς της εποχής του και βαθύς γνώστης της ελληνικής παιδείας, ο Νικηφόρος, Αθηναίος και καπετάνιος, η Ζωή, φίλη και ερωμένη του Νικηφόρου, ο Καλλίμαχος, γραμματέας του Λάσκαρη και ο Διογένης-Ιάσων μοναχός και ερημίτης. Όλοι τους πιστεύουν πως αυτή η νέα ιδεολογία θα δώσει ώθηση στο γένος που, απαλλαγμένο από την ρωμαϊκή οικουμενικότητα, θα αντλήσει δυνάμεις για να επανακάμψει μετά την ήττα.
Η Ζωή εξήγησε στον Νικηφόρο τα της σύσκεψης αναλυτικά και με υπομονή αλλά και με μια φλόγα που φαινόταν να την διακατέχει
απόλυτα. Ήταν προφανές ότι αυτό που θα συνέβαινε την ενέπνεε και την
ενθουσίαζε. Του είπε ότι οι σκέψεις που οδηγούσαν κάποιους ανθρώπους σε αυτήν
τη σύσκεψη, ήταν οι ίδιες με εκείνες που έκαναν ο Νικηφόρος με τον Μιχαήλ Ακομινάτο
στην Αθήνα και που επιζητούσαν να τις κάνουν κτήμα όσο περισσοτέρων γινόταν στη
Ρωμανία. Θεωρούσαν πως η αυτοκρατορία έπρεπε να παίρνει δύναμη και να αλλάξει
ριζικά στηριγμένη, από εδώ και πέρα, στο γένος των Γραικών και στην γλώσσα την
ελληνική και όχι στην Ορθοδοξία και τη Ρωμιοσύνη. Δεν απέρριπταν τον
χριστιανισμό, ούτε ήταν αιρετικοί, αλλά πίστευαν ότι δεν αρκούσε, και εντέλει
δεν μπορούσε πια, η πίστη να είναι ο συνεκτικός ιστός για το κράτος.
Η
Ορθοδοξία και η Ρωμαϊκή οικουμενική-κληρονομιά ήταν χρήσιμες όσο η Ρωμανία
διεκδικούσε να κατακτήσει την οικουμένη ολόκληρη και είχε φιλοδοξίες για ένα
παγκόσμιο χριστιανικό κράτος του Θεού. Τώρα που αποδείχτηκε ότι όλα αυτά ήταν
όνειρα και επιδιώξεις που όχι μόνο δεν οδηγούσαν στην επιτυχία αλλά αδυνάτιζαν
το κράτος και το εξέθεταν σε κινδύνους ολοκληρωτικής καταστροφής, έπρεπε να
επικρατήσει μια νέα ιδεολογία, ένα νέο πνεύμα αναγεννητικό. Κι αυτό το πνεύμα έπρεπε
να καλλιεργηθεί ανάμεσα σε εκείνους που μπορούσαν να καταλάβουν, δηλαδή στα
εκλεκτά μέλη των Ρωμαίων, αρχικά, και στον απλό λαό στη συνέχεια. Μια νέα
ελληνική αυτοκρατορία έπρεπε να ιδρυθεί πάνω στα ερείπια της ρωμαϊκής που
διέλυσαν οι σταυροφόροι.
-Και
τα λέει αυτά ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης και η Άννα η σύζυγος του Θεόδωρου;
-Ναι,
είπε η Ζωή, δεν είναι υπέροχο που στην κορυφή ενός τέτοιου κινήματος θα
βρίσκονται οι κεφαλές του κράτους;
Ο
Νικηφόρος δεν ήξερε τι να πει. Η αλήθεια ήταν ότι ο ίδιος είχε κοπιάσει για να
φέρει βιβλία και περγαμηνές και να μαζέψει κείμενα που να προωθούν αυτή την
ιδέα που του είχε περιγράψει τώρα μόλις η Ζωή. Και ήταν αλήθεια πως μόνο αν
αυτή η ιδέα έπιανε στα εκλεκτά μέλη της ρωμαϊκής κοινωνίας θα μπορούσε αργότερα
να γίνει αποδεκτή από τον λαό. Γιατί ο αμόρφωτος αγρότης ή δουλοπάροικος ή ο
εργάτης που αμειβόταν με πενταροδεκάρες και κοιτούσε πρώτα από όλα πως να τραφεί
και πως να επιβιώσει, δεν είχε χρόνο ούτε όρεξη για να σκέφτεται τέτοια
πράγματα.
-Πιστεύουν
πως πρέπει να διαδοθεί στα κρυφά στην αρχή, ε; τι φοβούνται;
-Πρώτα
από όλα φοβούνται τους άρχοντες εκείνους που βλέπουν την επανάκτηση της
Κωνσταντινούπολης σαν ευκαιρία για να επιβεβαιώσουν τα προνόμιά τους και να
αποκτήσουν περισσότερα και φοβούνται κάθε νέα ιδέα που δεν τους βάζει εκείνους
στην πρώτη θέση. Οι περιφερόμενοι Αλέξιοι, όσοι εξαρτώνται από αυτούς, ακόμα
και ευγενείς που βρίσκονται εδώ πιστοί στον Θεόδωρο, ανήκουν σε αυτή την
κατηγορία που δεν θα θέλουν να ακούσουν το παραμικρό έξω από την Ρωμαϊκή
παράδοση και την αριστοκρατία της. Ύστερα φοβούνται την εκκλησία, τους ιερείς,
τα μοναστήρια, όλους αυτούς που τώρα έχουν ηγεμονική θέση στο κράτος και μια
τέτοια θεωρία θα αμφισβητήσει την περιουσία και τη δύναμή τους. Φοβούνται και τους
θρησκόληπτους και ιδιαίτερα τις γυναίκες που ανάβουνε καντήλια και ελπίζουν
στην Παναγία για κάθε τους κίνηση. Φοβούνται πως όσοι δεν θα καταλάβουν τι λέμε
δεν θα μείνουν αδιάφοροι αλλά θα μας πολεμήσουν. Αλλά κι ο απλός λαός, που έχει
μάθει να ακούει “Έλλην ή Γραικός” και να φτύνει στον κόρφο του, πως θα το πάρει
αν μάθει ότι θέλουμε να ονομάζεται περήφανα “Έλληνας”; Μέχρι τώρα όποιος χαρακτηριζόταν
σαν “Έλληνας” θεωρείτο αιρετικός και ειδωλολάτρης και κινδύνευε με μια
καταγγελία να χάσει την περιουσία του, ακόμη και την ίδια τη ζωή του,
καταλαβαίνεις πόσο θα αντιδράσουν οι Ρωμιοί όταν μάθουν το σχέδιο; Θα νομίζουν
ότι γίνεται για να τους κάνουν αιρετικούς και θα πιστέψουν ότι είναι έργο
διαβόλου. Θα υπάρχουν και καλοθελητές να το διαβάλλουν, επομένως -τι νομίζεις;-
δεν πρέπει να φοβούνται για όλα αυτά;
-Γι
αυτό λοιπόν η συνωμοτικότητα;
-Γι
αυτό!
-Και
ο Διογένης; τι δουλειά έχει ένας ερημίτης και φανατικός μοναχός σε μια τέτοια σύσκεψη;
Αυτός συμφωνεί με το σχέδιο; καταλαβαίνει τίποτε από αυτά που μου είπες;
-Αυτό
δεν το ξέρω, σήκωσε τα χέρια ψηλά η Ζωή, δεν τον κάλεσα εγώ … ίσως τον θέλουν
για να περάσουν κάποια μηνύματα στον κόσμο
-Κι
η δική μου παρουσία; … ό,τι περγαμηνές και βιβλία είχα να δώσω τα έφερα
-Ίσως
πρέπει να πάρεις κάποια μαζί σου στην επιστροφή, έτσι πρέπει να ενημερωθείς
πριν αναχωρήσεις
Αν
ήταν έτσι, τότε ήταν λογική η επίσπευση της σύσκεψης για χάρη του. Έγινε την
άλλη μέρα όπως είχε ενημερώσει ο Καλλίμαχος. Στο εξοχικό της Άννας-Αγγελίνας
δεν υπήρχε ούτε υπηρέτης ούτε φύλακας. Παρόντες ήταν μόνο οι επτά και μπορούσαν
να μιλούν χωρίς τον φόβο μήπως τους ακούσει κανένα αδιάκριτο αυτί. Ο
αυτοκράτορας και η κουνιάδα του ήταν εκεί από νωρίς με τον Καλλίμαχο που θα
φρόντιζε για την υποδοχή των υπολοίπων μια και δεν υπήρχε άλλο προσωπικό. Ο
Νικηφόρος και η Ζωή ήρθαν αμέσως μετά και ο Καλλίμαχος έφερε τον Διογένη που
είχε ακόμη εξώκοσμη μορφή αναχωρητή με τεράστια γενειάδα και ανακατεμένα μαλλιά
αλλά τουλάχιστον ήταν καθαρός και φορούσε κανονικά ρούχα. Ο Διογένης προσκύνησε
τον αυτοκράτορα και την κουνιάδα του αποκαλώντας τους “ευσεβέστατους”, τίτλο
που άρμοζε σε αυτοκρατορική ιδιότητα, αλλά είδε και τους δυο να τον σηκώνουν
κανονικά και να τον χαιρετούν σαν ισάξιό τους. Κάθισε στο κάθισμα που του
υπέδειξαν. Ο Νικηφόρος και η Ζωή είδαν έναν άνθρωπο που δεν ήταν πια καθόλου
τρελός και αλλοπαρμένος. Έδειξε την ιδιαίτερη συμπάθειά του για τη Ζωή με το
βλέμμα του και με ένα κατάλληλο χαμόγελο. Κατόπιν ήρθε και ο Χωνιάτης.
Ο
Νικηφόρος και η Ζωή είχαν να τον δουν από την αποφράδα μέρα που έφυγαν από το
σπίτι του την ώρα που έμπαιναν παρελαύνοντας καμαρωτοί και πάνοπλοι στη Μέση
οδό οι σταυροφόροι σπρώχνοντας σαν ανεπιθύμητα κουνούπια τους ιερωμένους και τους
κοσμικούς που με τις εικόνες και τα θυμιατά στα χέρια εκλιπαρούσαν για έλεος.
Χάρηκαν που τον είδαν κι έπεσαν αμέσως στην αγκαλιά του μη μπορώντας να κρύψουν
τη συγκίνησή τους. Είχαν μάθει για τις δυσκολίες που συνάντησε ώσπου να βγει
από την Φραγκοκρατούμενη Πόλη. Τους τα περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια για μια
ακόμη φορά ο ίδιος.
Ο
Γενουάτης φίλος του πήγε και τους βρήκε ντυμένος με μια στολή σταυροφόρου, αν
και ο ίδιος ήταν έμπορος και δεν είχε ιδέα από όπλα. Με σιδερένια φορεσιά και
κράνος και με μια ασπίδα που είχε πάνω της έναν μαύρο σταυρό και ένα πουκάμισο
με κόκκινο σταυρό στο στήθος, μπήκε στο σπίτι και τους εξήγησε τον μοναδικό
τρόπο που είχε σκεφτεί για να τους φυγαδεύσει. Αναγκάστηκε να αλυσοδέσει στη
σειρά τον κυρ-Νικήτα και όλη του την οικογένεια και μαζί τον Πατριάρχη Καματηρό
που είχε κρυφτεί στο σπίτι του Χωνιάτη, για να τους περάσει μέσα από τα στίφη των
αγριεμένων σαν θηρία στρατιωτών του Χριστού που διψούσαν για αίμα Ρωμιών,
κορμιά γυναικών και κάθε είδους ασημικό ή ακόμα και για φυλαχτά ή σταυρουδάκια.
Λίγο έλειψε να προδοθούν ή να χάσουν μια ανιψιά του από κάποιους σταυροφόρους
που ήταν μεθυσμένοι και επιθετικοί. Παριστάνοντας ότι οι δεμένοι ήταν δικοί του
αιχμάλωτοι και περιουσία της Βενετικής Δημοκρατίας, ο πονηρός Γενοβέζος Μπαρτολομέο
Τιέπολο, που χρωστούσε μεγάλη χάρη από το παρελθόν στον Νικήτα, κατάφερε περνώντας
μέσα από φωτιά και τσεκούρι να τους οδηγήσει μέχρι έξω από την Πύλη της Σηλυβρίας
και να τους δώσει εκεί την πολυπόθητη ελευθερία τους.
-Το
τι περάσαμε δεν λέγεται, είπε ο Νικήτας, το ό,τι ζήσαμε ήταν θαύμα!
-Λυπάμαι
που περάσατε τόσα, όμως, αν ερχόσασταν μαζί μου, Μεγάλε Λογοθέτη, θα είχαμε
διαφύγει εύκολα, του είπε ο Νικηφόρος
-Ήξερα
πως θα έμπαιναν σαν κατακτητές, τόση βαρβαρότητα όμως και τόση απανθρωπιά από
χριστιανούς και προσκυνητές δεν την φανταζόμουν! Δεν ξέρω αν θα το
χαρακτηρίσεις διαστροφή, όμως ήθελα να τα δω όλα αυτά με τα μάτια μου!
-Ας
τα αφήσουμε τώρα αυτά, είπε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, σημασία έχει ότι είμαστε
εδώ και μπορούμε να κάνουμε κάτι για να επανορθώσουμε τα σφάλματα που έγιναν
-Μεγαλειότατε,
έχω έτοιμο το κείμενο, είπε ο Χωνιάτης
-Να
περάσουμε στο τρίκλινο, πρότεινε η Άννα Αγγελίνα
Πέρασαν
και οι επτά και κάθισαν στους καναπέδες που σχημάτιζαν ένα Π. Τα τρίκλινα των
σπιτιών ήταν φτιαγμένα για τέτοιους σκοπούς, για σημαντικές συσκέψεις και για
μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις. Στον μεσαίο καναπέ καθόταν ο Κωνσταντίνος με την Άννα
Αγγελίνα δεξιά και τον Νικήτα Χωνιάτη αριστερά του, στον ένα καναπέ κάθισαν ο
Νικηφόρος και η Ζωή και στον άλλον ο Καλλίμαχος με τον Διογένη.
Ο
Κωνσταντίνος, αν και δεν είχε πάνω του πορφύρες, αυτοκρατορικά στέμματα και
διάσημα, ωστόσο, έλαμπε! Ένα παράθυρο-βιτρό ακριβώς πίσω από το κεφάλι του
άφηνε να μπαίνει το εξωτερικό φως του ήλιου πολωμένο σε γαλαζοπράσινα και
χρυσαφιά χρώματα, όπως ήταν τα χρώματα των μαλλιών και των ματιών του, και με
τον τρόπο αυτόν δημιουργούσε ένα εκπληκτικό φωτοστέφανο γύρω από το
ανοιχτόχρωμο πρόσωπό του. Ήταν σαν να φορούσε ένα στέμμα φτιαγμένο από τον θεό
Ήφαιστο. Παρορμητικός, όπως ήταν σε όλα του, δεν κρατιόταν προκειμένου να
ξεκινήσουν μιαν υπόθεση που τον διακατείχε και τον ενθουσίαζε. Κοίταξε την Άννα
Αγγελίνα και της έγνεψε με μια βεβαιότητα που εκείνος δεν την διέθετε αλλά
έψαχνε να την βρει στο δικό της βλέμμα. Στη συνέχεια γύρισε το βλέμμα του προς
την Ζωή κοίταξε ίσια βαθιά μέσα στα μάτια της για μερικά δευτερόλεπτα. Η Ζωή
ταράχτηκε και τον κοίταξε κι εκείνη. Διέκρινε ένα φλογερό πάθος και μια αθωότητα,
απορώντας που συναισθήματα σαν κι αυτά κυριαρχούσαν στο εσωτερικό ενός ανθρώπου
που είχε ήδη ονομαστεί αυτοκράτορας. Περίμενε άλλα πράγματα, σκληρότητα,
αποφασιστικότητα, κυνισμό και υπεροψία σε ανθρώπους της δικής του κατηγορίας
αλλά, αντί γι αυτά, έβλεπε μια παιδικότητα και μια ειλικρίνεια που της έκαναν
εντύπωση. Τον εμπιστεύτηκε αμέσως και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία.
-Ξέρουμε
όλοι γιατί βρισκόμαστε εδώ, είπε ο Λάσκαρης, υπάρχει κανείς που θέλει να θέσει μια
πρωταρχική ερώτηση σχετικά με αυτή τη συνάθροιση;
-Εγώ
έχω μια ερώτηση για τη Μεγαλειότητά σας, είπε ο Νικήτας. Γιατί δεν είναι εδώ ο
αδελφός σας Θεόδωρος;
-Ο
αδελφός μου έχει αναλάβει το έργο της δημιουργίας ενός βασιλείου με κέντρο τη
Νίκαια που θα διώξει τους Λατίνους και θα φέρει τον θρόνο της Κωνσταντίνου Πόλης
και πάλι στα χέρια των Ρωμαίων, είπε ο Κωνσταντίνος, και σε αυτή τη δουλειά
πρέπει να είναι απερίσπαστος! Θα ενημερωθεί για ό,τι κάνουμε και θα μετάσχει
όταν θα είναι η κατάλληλη στιγμή
Δεν
ακούστηκε καμιά άλλη απορία και συνέχισε.
-Να
έρθουμε λοιπόν στο θέμα μας. Να μας διαβάσει ο κυρ-Νικήτας το κείμενο που
έφτιαξε, με τη συνεργασία και εν γνώσει μας, βέβαια
-Είναι
ένα κείμενο που μπορεί να διορθωθεί Μεγαλειότατε, είπε ο Νικήτας, όμως αποτυπώνει
συνοπτικά σκέψεις γύρω από τις οποίες συζητήσαμε
Το
διάβασε αργά-αργά για να το ακούν καλά όλοι. Ήταν σοβαρός και στομφώδης αλλά
έτσι ταίριαζε στην περίπτωση. Η διακήρυξη έλεγε:
“Προς τους Ρωμαίους, άρχοντες
στρατιώτες, ιερείς και λαό, προς όλους τους Γραικούς!.
Μετά την πτώση της Θεοφύλακτης
Βασιλεύουσας Πόλης του Κωνσταντίνου και Νέας Ρώμης, σαλπίζουμε προς τους άπαντες
τους Ρωμαίους Έλληνες Γραικούς μήνυμα για την αναγέννηση του νέου ελληνισμού:
Πρώτον: Η κατάπτωση της
αυτοκρατορίας τα τελευταία χρόνια και άθλιοι αυτοκράτορες οδήγησαν στην πτώση
της Κωνσταντίνου Πόλης στους άρπαγες δήθεν προσκυνητές και στην υποταγή των
Γραικών στους Λατίνους. Πριν από αυτά, οι ήττες των Ρωμαίων στο Ματζικέρτ, στο
Βρινδήσιο και στο Μυριοκέφαλο μείωσαν τα ζωτικά εδάφη της Ρωμανίας στην Μικρά
Ασία και την Ιταλία ενώ οι Βούλγαροι κατέχουν μέγα μέρος της Ευρωπαϊκής χώρας.
Ο φόβος για το μέλλον των Ελλήνων μας διακατέχει. Ο κίνδυνος ολοκληρωτικής
υποτέλειας στους Λατίνους, Σκύθες και Πέρσες είναι προ των πυλών. Η ρωμαϊκή ασπίδα
αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων και η ρωμαϊκή ειρήνη δεν υπάρχει πλέον.
Δεύτερον: Οι Γραικοί πρέπει να
αναλάβουν τις τύχες τους και να φροντίσουν το μέλλον τους. Αυτό θα συμβεί με
την απελευθέρωση όλων των εδαφών όπου ζει και κινείται το γένος των Ελλήνων από
όλους τους κυρίαρχους, Λατίνους και αλλόφυλους. Αναγκαία πλέον είναι η εγκαθίδρυση
μιας νέας Ελληνικής Αυτοκρατορίας που θα εκτείνεται στα ελληνόφωνα μέρη
Μικρασίας και Ευρώπης, με δυο φωτοδότες φάρους. Την Πόλη του Κωνσταντίνου, την
πιο λαμπρή πόλη του ελληνισμού και της ρωμιοσύνης σήμερα, και την Αθήνα, την
πιο ένδοξη και λαμπρή πόλη του κόσμου του παρελθόντος μας.
Τρίτον: Η Ελληνική Αυτοκρατορία
θα παραμείνει χριστιανική ορθόδοξη με επικεφαλής της εκκλησίας τον ελληνόφωνο
Πατριάρχη Νέας Ρώμης, όμως, θα επικρατεί ανεξιθρησκία για να μην χωρίζονται οι
Έλληνες σε ορθόδοξους, εθνικούς, ενωτικούς ή μουσουλμάνους. Θα μιλιέται και θα
γράφεται η ελληνική γλώσσα, σε αμφότερες τις μορφές της, και στην αρχαία λόγια
αλλά και στη νέα ομιλούμενη. Θα ιδρυθούν Σχολές φιλοσοφικές και Πανεπιστήμια, Μουσεία
και Ακαδημίες για να έχουν όλοι οι Έλληνες παιδεία και μόρφωση. Στηριγμένοι σε
άνωθεν και θύραθεν παιδεία, θα αναστηθούν όσα οι βάρβαροι κατέστρεψαν και θα
δημιουργηθεί ο νέος ελληνισμός που θα λάμψει στον αιώνα με προστάτες τους
μεγάλους στρατηγούς του γένους, τον Αχιλλέα, τον Λεωνίδα, τον Αλέξανδρο, τον
Κωνσταντίνο, τον Ηράκλειο τον Βασίλειο και τόσους άλλους.
Τέταρτον: Θα συναφθούν
αμυντικές συμφωνίες ειρήνευσης με όλους τους γειτονικούς ηγέτες Βουλγαροβλαχίας,
Ικονίου, Σερβίας, Ουγγαροκροατίας, Σικελίας, Γεωργίας, Αρμενίας, θα αναπτυχθούν
σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τα μεγαλύτερα βασίλεια του κόσμου της δύσης
και της ανατολής, του βορά και του νότου. Πυλώνες του νέου κράτους θα είναι η
Δικαιοσύνη με Νεαρές, η Φορολόγηση μόνο της δεκάτης και η ύπαρξη εθνικού
Στρατού. Θα αναπτυχθούν το ναυτικό, το εμπόριο, η βιοτεχνία η αγροτική παραγωγή
και οι τέχνες με τη βοήθεια φορολογικών και τελωνειακών διομολογήσεων. Η ενιαία
διοίκηση θα εξασφαλίζει ευρεία αυτονομία στα θέματα της περιφέρειας και ενιαία
άμυνα όλης της χώρας.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης σαν τελευταίος
ανακηρυχθείς αυτοκράτορας των Ρωμαίων βγάζει από την κεφαλή το στέμμα και ορκίζεται
σαν ένας από όλους εμάς, ίσος μετά των ίσων, στο καινούριο μας λάβαρο που έχει
πάνω του τον Δικέφαλο Αετό που επιβλέπει σε δυο ηπείρους, την Ευρώπη και την
Ασία, και λαμβάνει δύναμη από δύο φωτοδότριες πόλεις, την Πόλη του άγιου Κωνσταντίνου
και την Πόλη της θεάς Αθηνάς. Δεσμεύεται στην εφαρμογή του προγράμματος των
τεσσάρων σημείων όπως το δεχόμαστε όλοι μας σήμερα και όπως θα το αποδεχτούν όλοι
οι Γραικοί στη συνέχεια με την καρδιά ελαφριά και την συνείδηση ήσυχη. Μαζί του ορκιζόμαστε
όλοι μας πίστη στους προγόνους μας και τον Χριστό και θέτουμε εαυτόν στην διάθεση
της Ελλάδας”.
Ήταν
μια διακήρυξη πλήρης που συγκίνησε τους παρευρισκόμενους και που έδωσε αμέσως
το κουράγιο σε όλους να αισθανθούν καινούριοι. Αν επρόκειτο να νιώσουν το ίδιο και
όσοι θα το διάβαζαν στη συνέχεια, τότε η επίδραση αυτής της διακήρυξης θα ήταν
μεγάλη και η εξάπλωσή της ραγδαία.
-Είναι
υπέροχο! Έχω την αίσθηση ότι ξαναβαπτίζομαι, είπε η Άννα Αγγελίνα μόλις τελείωσε
την ανάγνωση της περγαμηνής ο Νικήτας
-Μεγαλειότατε,
είστε βέβαιος για τη φράση ότι καταθέτετε το στέμμα; ρώτησε ο Νικήτας
-Με
ρώτησες φίλε μου και στο απάντησα ξανά, δεν με νοιάζει να είμαι ούτε Ρωμαίος
ούτε αυτοκράτορας στη Ρώμη που γνώρισα τα τελευταία χρόνια! Θέλω να είμαι
Γραικός και να πολεμήσω για τη χώρα μου σαν απλός στρατιώτης
Ήταν
ενθουσιώδης και γεμάτος ζωή. Θα έλεγε κανείς ότι με ανακούφιση δήλωνε πως τα αυτοκρατορικά
ρούχα και διάσημα τα παρατούσε για ένα σκοπό που τον άγγιζε. Η Ζωή διαπίστωνε
ότι οι εντυπώσεις της γι αυτόν ήταν σωστές. Πάντως όλοι οι συμμετέχοντες στη
σύσκεψη μοιράζονταν τον δικό του ενθουσιασμό.
-Το
όραμα για ένα νέο ελληνισμό απαιτεί θυσίες, συμπλήρωσε ο Κωνσταντίνος
Η
Ζωή δεν απέφυγε να κάνει από μέσα της την παρατήρηση ότι αυτός ο νέος και τόσο
παρορμητικός αυτοκράτορας ήταν αυτό που έλειπε από την Ρωμανία για πολλά χρόνια
αλλά γνώριζε ταυτόχρονα πως η αυτοκρατορική τιάρα και η θέση του στην κεφαλή
μιας γερασμένης αυτοκρατορίας ίσως θα τον αφυδάτωνε πολύ σύντομα. Κατά κάποιο
τρόπο αυτή η προσφορά του τίτλου του στην υπηρεσία ενός ευγενικού σκοπού, όσο
κι αν φαινόταν επιπόλαια ή ακόμα και αφελής, ωστόσο διέσωζε τον χαρακτήρα του
και τα ωραιότερα συστατικά της προσωπικότητάς του.
===
3ο κομμάτι (από το ΙΑ’ κεφάλαιο)
Είμαστε στη Νίκαια το 2008 λίγο μετά την επίσημη στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη
ως αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εν εξορία βέβαια γιατί την
Κωνσταντινούπολη την κατέχουν από το 2004 οι Φράγκοι. Συζητούν οι:
-Μιχαήλ Ακομινάτος, πρώην μητροπολίτης Αθηνών πριν καταλάβουν την πόλη οι
Φράγκοι, ελληνολάτρης και ορθόδοξος με πολλά έργα για την κοινωνική ζωή
-Νικηφόρος, Αθηναίος πλοιοκτήτης και μικρογαιοκτήμονας
-Γεώργιος Βαρδάνης, βοηθός του Ακομινάτου και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίνων
-Ζωή, Αθηναία φίλη του Νικηφόρου
-Καλλίμαχος, γραμματέας του αυτοκράτορα Θεόδωρου Λάσκαρη
-Άννα Αγγελίνα, αυτοκρατόρισσα, γυναίκα του Θεόδωρου Λάσκαρη
-Ιάσων-Διογένης, λαϊκός φιλόσοφος και κατά διαστήματα μοναχός
Το θέμα τους είναι ο Νέος Ελληνισμός που κατά τη γνώμη όλων όσοι συζητούν
πρέπει να αντικαταστήσει τη Ρωμιοσύνη που έπαψε πια να παρέχει ασφάλεια και
δυναμισμό στο γένος των Γραικών και τους έχει αφήσει εκτεθειμένους στις
επιθέσεις των Λατίνων της Δύσης, των Βουλγάρων στη Βαλκανική και των Τούρκων
στην Μικρασία. Μέσα από τον νέο ελληνισμό αναζητούν μια αναγεννητική δύναμη για
τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το γένος των ελληνόφωνων και ορθόδοξων
πληθυσμών της περιοχής που κάποτε αποτελούσε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Προ
ετών, έφτιαξαν μια διακήρυξη για την επικράτηση ενός νέου ελληνισμού στα μυαλά
και τις καρδιές των Ρωμιών της κατακτημένης πια Ρωμανίας, που όμως στην
εφαρμογή του βρίσκει πολλές δυσκολίες
===
-Όπως
έζησα τον δυισμό των Ελλήνων στην Αθήνα, είπε ο Ακομινάτος, σας λέω ότι
πρόκειται για πολύ δύσκολο ζήτημα. Θαυμάζω την αρχαία Ελλάδα και κακολογώ όσους
την έθαψαν κάτω από τα ερείπια των ναών και των αγαλμάτων, όμως τα αγάλματα ξαναφτιάχνονται
και τα μέλη τους συγκολλούνται, αν κάποιος το θελήσει. Δυστυχώς αυτό που
θάφτηκε ήταν κάτι πιο βαθύ, ήταν το φρόνημα των ανθρώπων, των Ελλήνων, που
ποθούσαν να είναι ελεύθεροι και συμβατοί με την φύση και δεν μπορούσαν να
διανοηθούν τίποτε άλλο για τη ζωή. Αυτό είναι που έχει αλλάξει ριζικά. Ο φόβος
του θανάτου και το ξεπέρασμά του μέσα από τα σωτηριολογικά κηρύγματα σκέπασε
αυτό το φρόνημα. Ολόκληρη η ανθρωπότητα εκβαρβαρίστηκε, το φως των αρχαίων Ελλήνων
δεν λάμπει πουθενά πάνω στη Γη, οι άνθρωποι δεν κατανοούν άλλη κατάσταση εκτός
από εκείνη του δούλου σε κάποιον αφέντη
-Δέχεστε
λοιπόν ότι ο χριστιανισμός έκανε τη μεγάλη ζημιά στην Ελλάδα Πάτερ! είπε ο
Νικηφόρος έκπληκτος από την καθαρότητα της ομολογίας
-Δεν
είναι ο χριστιανισμός μόνο που έκανε τη ζημιά, είπε ήρεμα ο Ακομινάτος, δείτε
από τη μια τους Φράγκους και τους Βούλγαρους που είναι Χριστιανοί, δείτε όμως
και τους Πετσενέγκους ή τους Κουμάνους που είναι παγανιστές ... παντού οι λαοί
αυτοί αρπάζουν, καταστρέφουν, ζουν χωρίς ηθικές αξίες άλλες εκτός από την
επίβίωσή τους εις βάρος της φύσης και της κοινωνίας που υπάρχει γύρω τους.
Νομάδες, απολίτιστοι χωρίς καλλιεργημένη γλώσσα και γραφή, αντί να υποτάσσουν το
εγώ τους σε ένα ανώτερο σύνολο όπως είναι η πόλη τους ή μια κοινότητα όπως η
εκκλησία, προτιμούν να κατακτούν και να λεηλατούν!
-Μας
λέτε, Μακαριότατε, πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα; ρώτησε ο Καλλίμαχος
-Σας
λέω ότι οι ελπίδες μας είναι πολύ λίγες! Σε ένα κόσμο σαν τον σημερινό η έννοια
του Έλληνα, του ελεύθερου πολίτη μιας ελεύθερης και ευνομούμενης πόλης, που οι
νόμοι της φτιάχνονται για να προστατεύουν τους αδύνατους κι όχι για να τους καταδυναστεύουν,
όπου οι νόμοι είναι πάνω από τον καθένα, αυτή η έννοια που ήταν σύμφυτη με τον
ελληνισμό στην αρχαιότητα, δεν μπορεί πια να γίνει κατανοητή. Πάνω στον ιερό
βράχο, μέσα στην Ακρόπολη που έζησα τριάντα χρόνια, μέσα στα βιβλία των αρχαίων
και στη σκέψη τους, που θαύμασα και αγάπησα περισσότερο και από τις γραφές και
τις διδαχές της χριστιανικής εκκλησίας -και το λέω εγώ ο μητροπολίτης αυτό!-
είδα πόσο μακριά από εμάς, του ανθρώπους της εποχής μας, είναι η Ελλάδα, πόσο απλησίαστη και πόσο απόμακρη. Μα την αλήθεια, σας το λέω, δεν την
θέλουμε πια και δεν μας θέλει κι εκείνη! Αν ζούσαν οι θεοί της θα μας σιχαίνονταν
έτσι που καταντήσαμε, είπε ο Ακομινάτος
Μιλούσε
και τα λόγια του έβγαιναν χωρίς οργή αλλά με μια ευδιάκριτη αηδία
-Θα
μας σιχαίνονταν, επανέλαβε, δεν ξέρω αν είμαστε εμείς που διώξαμε τους θεούς
των Ελλήνων ή αν είναι εκείνοι που απέστρεψαν το πρόσωπό τους από εμάς!
Μια
βαριά σιγή ακολούθησε τα λόγια του Μιχαήλ.
-Καταδικάζεις
την προσπάθειά μας Μιχαήλ; ρώτησε στενοχωρημένη η Άννα Αγγελίνα
-Δεν
καταδικάζω αυτό που κάνατε στην Προύσα, και δεν λέω πως το κείμενο που συνέταξε
ο αείμνηστος αδελφός μου δεν είναι το γλυκύτερο πολιτικό κείμενο που έχω ποτέ
μου διαβάσει. Έκλαψα όταν το διάβασα σαν να ξαναγεννήθηκα, εδώ είναι ο Γεώργιος
να σας το βεβαιώσει, είπε δείχνοντας τον Βαρδάνη
Περίμεναν
τις εξηγήσεις του με τα αυτιά ορθάνοιχτα και την σκέψη τους γεμάτη από τους
προβληματισμούς του Ακομινάτου.
-Απλά
σας επισημαίνω, συνέχισε ο Μιχαήλ, ότι ο σκοπός μας δεν πρέπει να είναι μόνο η
αποδοχή μιας νέας ονομασίας με το ίδιο περιεχόμενο. Σκοπός είναι η ουσιαστική
αναβίωση του ελληνισμού, χωρίς να μας νοιάζει το επικάλυμμα, είτε ρωμιοσύνη λέγεται είτε χριστιανισμός και ορθοδοξία. Η ουσιαστική αναβίωση της Ελλάδας
θα έρθει μέσα από την παιδεία, και τότε μόνοι τους οι Γραικοί θα διαλέξουν το
ένδοξο παλιό όνομά τους, αρκεί να ξέρουν γιατί το κάνουν, αλλιώς μια νέα
σκλαβιά και υποτέλεια θα τους σκεπάζει, με νέο ψευδεπίγραφο όνομα αυτή τη φορά
-Να
μιλάμε για το γένος μας, είπε η Ζωή, να ζητάμε να αναστηθεί το γένος! Δεν θα
ζητάμε μόνο την ανεξαρτησία από τους ξένους αλλά και ηθική αναγέννηση του λαού
και των αρχόντων, Ρωμαίων και Γραικών, ας λέγεται όπως θέλει ο καθένας
-Ο
Μιχαήλ έχει δίκιο, είπε ο Ιάσων, κι εγώ αυτό συνάντησα στην Πόλη και στη Νίκαια
όπου παράστησα τον ερημίτη αλλά και στην πατρίδα μου τον Πόντο. Ο Γραικός έχει
συνηθίσει να είναι δούλος! οι Ρωμαίοι αυτό ήθελαν να πετύχουν και το κατάφεραν
διαστρεβλώνοντας τον χριστιανισμό! Μας έκαναν όλους δούλους του αυτοκράτορα με τον
παραπλανητικό τίτλο του “δούλου του Θεού”, ανέβασαν τον αυτοκράτορα στη θέση
του επί γης εκπροσώπου του Θεού και κατάφεραν να κυβερνούν με απολυταρχισμό ένα
λαό που ήταν το “ποίμνιο” της εκκλησίας!
-Έστω
κι έτσι όμως αξίζει να βροντοφωνάξουμε πως είμαστε Έλληνες! Να εκδικηθούμε τους
Ρωμαίους που μας έδωσαν το όνομά τους ετσιθελικά και για να μας έχουν
παντοτινούς τους δούλους! φώναξε ο Καλλίμαχος
-Μα
είμαστε Ρωμαίοι, ας μην το ξεχνάμε αυτό, είπε η Άννα Αγγελίνα
-Ο
χριστιανισμός δεν είναι ένας και αδιαίρετος, είπε ο Βαρδάνης, οι δυτικοί έχουν
τον Πάπα να ανεβοκατεβάζει βασιλιάδες, στην Ορθοδοξία, όμως, είναι αλλιώς, ο
κάθε βασιλιάς θέλει τη στήριξη του λαού του αλλιώς πέφτει, είδατε το τέλος του
Ανδρόνικου, των Αλέξιων και τόσων άλλων. Χρειαζόμαστε την ορθοδοξία για να
ξεχωρίσουμε από τους δυτικούς και να ελευθερωθούμε από τους Φράγκους
-Χρειαζόμαστε
χρόνο, είπε η Ζωή, πρέπει να δώσουμε παιδεία, μόρφωση στον λαό, όλα όσα θέλουμε
να κάνουμε πρέπει να βρίσκουν έδαφος για να ανθίσουν! Να ζητάμε την ανάσταση
του γένους, αυτό σημαίνει να θέλουμε και την Πόλη να ελευθερώσουμε, και καλύτεροι
πολίτες και όχι δούλοι να γίνουμε
-Μια
ελληνική αυτοκρατορία, είπε ο Καλλίμαχος, πρέπει να πάρει την Πόλη, να κάνει συμμαχίες
με τον Πάπα και τα δυτικά κράτη, να φτιάξει στρατό από Γραικούς-Ρωμιούς και όχι
μισθοφόρους, να διώξει τους Τούρκους από τη Μικρασία και τους Βούλγαρους από
την Ευρώπη, να γίνει ξανά το μεγάλο Βασίλειο που γνώρισε η οικουμένη!
-…
και τότε να δει τον πολιτισμό και την παιδεία, συμπλήρωσε η Άννα Αγγελίνα
Καθώς
η κουβέντα είχε ζωηρέψει και ακούγονταν απόψεις υπέρ ή κατά της κάθε θέσης που
διατυπωνόταν, ο Νικηφόρος σκεπτόταν. Έβλεπε γύρω από το τραπέζι αυτούς τους
συνωμότες και αναρωτιόταν αν ο κόσμος προχωρούσε πάντα κάπως έτσι, με την
ακατάβλητη θέληση κάποιων να τον αλλάξουν είτε αυτοί ήταν μια ομάδα, είτε ένας
ισχυρός μεγάλος της ιστορίας. Τους αγαπούσε όλους αυτούς εδώ μέσα. Με εξαίρεση
τη Ζωή, με την οποία ήταν ερωτευμένος, αγαπούσε τον Ακομινάτο που ήταν ένας
σοφός ανάμεσά τους και ήταν τόσο καλός και μετρημένος που από αυτόν είχε
θαυμάσει το να είναι κανείς “Έλληνας”. Αγαπούσε και τον Βαρδάνη που του είχε
φερθεί πάντα σαν να ήταν ο καλύτερός του φίλος, όπως αγαπούσε και την
αυτοκρατόρισσα που καθόταν εδώ και συνδιαλεγόταν σαν ίση προς ίσους με απλούς
ανθρώπους χωρίς το παραμικρό αξίωμα, με τον υποτακτικό της Καλλίμαχο και τον
ερημίτη Ιάσωνα-Διογένη. Αγαπούσε και εκτιμούσε αυτούς τους δυο δυνατούς και
γενναιόφρονες Πόντιους. Ήταν μια σπάνια συντροφιά αυτοί εδώ οι συνωμότες
της Νίκαιας, που μετά την ονειρική
διακήρυξη της Προύσας, κι αφού έφαγαν τα μούτρα τους σε διάφορες κατευθύνσεις,
άκουγαν τώρα τον Ακομινάτο να τους προσγειώνει και έψαχναν να βρουν τρόπο για
να προχωρήσουν, να μπορέσουν να αλλάξουν τον κόσμο, χωρίς να απογοητεύονται από
τις δυσκολίες και χωρίς να τα παρατούν.
Εκείνη
τη στιγμή ο Ακομινάτος έλεγε και όλοι τον άκουγαν προσεκτικά.
-Μα,
τα πράγματα θα οδηγήσουν σίγουρα εκεί, υποχρεωτικά οι Ρωμιοί θα δουν πως είναι
Έλληνες στο γένος και πως αυτή η παλιά, η αρχαία Ελλάδα, είχε φωτίσει κάποτε
την οικουμένη με ένα φως διαφορετικό από εκείνο της θρησκείας μας, και τότε θα
στραφούν εκεί για να βρουν δύναμη. Δεν ξέρω πόσα χρόνια, πόσους αιώνες θα πάρει
αυτό, μα θα γίνει κάποτε. Εμείς δεν μπορούμε να φτάσουμε αυτή την υπόθεση στο
τέλος, μπορούμε και πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε τώρα, σήμερα! Εκεί βρίσκεται
η δική μας δυσκολία, πως να αποφασίσουμε το πρώτο βήμα! μόνο που να πρέπει να είναι
αυτό το βήμα καρποφόρο και σταθερό, τέτοιο που να βοηθάει και τη σημερινή
ρωμιοσύνη και τον αυριανό ελληνισμό
Ο
Νικηφόρος ήξερε πως ο Ακομινάτος ήταν σοφός, δεν χρειαζόταν να τον ακούει εδώ
να μιλά σαν να δίδασκε μαθητές του για να τον εκτιμήσει. Τους έδειχνε τα
αδιέξοδα χωρίς όμως να τους απογοητεύει σε μια προσπάθεια που την έβλεπε
ελπιδοφόρα ακόμα κι αν δεν κατάφερνε να ολοκληρωθεί.
Η
Ρωμιοσύνη είχε αποστερηθεί του οικουμενικού της χαρακτήρα εδώ και πολλές
δεκαετίες, από τον καιρό που ο γενναίος αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης,
προδομένος από την αυλή του και τους μισθοφόρους του, έχασε στο Ματζικέρτ και
γέμισε η Ασία από Τούρκους νομάδες και αφ’ ότου η νότια Ιταλία χάθηκε από τους Νορμανδούς.
Χωρίς αυτή την οικουμενικότητα, υποχρεωτικά, και με τον καιρό, η ρωμιοσύνη
μεταβαλλόταν σταδιακά σε ελληνικότητα. Η διακήρυξη της Προύσας έβαζε επιτακτικά
το ζήτημα της μετατροπής αλλά κινδύνευε να δημιουργήσει ένα καινούριο κύμα ανθελληνισμού
και στους άρχοντες αλλά και στον ανέτοιμο λαό. Έπρεπε να μπει ένα φρένο. Έπρεπε
να δοθεί χρόνος στις ιδέες να βρουν έδαφος για να ανθίσουν, όπως ακριβώς είχε
πει προηγουμένως η Ζωή.
“Η Ζωή! Η δική μου Ζωή! Τους
λέει να περιμένουν, να μη βιάζονται, να δώσουν χρόνο στις ιδέες” σκέφτηκε ο Νικηφόρος. Όπως
εκείνος που έλεγε στη Ζωή να τον περιμένει, να του δώσει χρόνο μήπως και
αλλάξει … όμως θα άλλαζε άραγε ποτέ; Ήδη είχε βάλει τη Ζωή πίσω από την
οικογένειά του και την Αγνή. Τι ήταν αυτό που τον έσπρωξε να το κάνει; «Αίσθηση καθήκοντος!» απάντησε μόνος του
στον εαυτό του, ναι η αίσθηση του καθήκοντος τον έκανε να παραμερίσει τον έρωτά
του! Με τον ίδιο τρόπο κι αυτοί, από αίσθηση καθήκοντος θα έπρεπε να αφήσουν
τις ιδέες τους να περιμένουν για χάρη της “ρωμιοσύνης”. Όμως η οικογένειά του
ήταν κάτι το συγκεκριμένο, ήταν το πρόσωπο της Αγνής, το προσωπάκι της
Μαριαθηνούλας, ήταν οι Καρτεράνοι, τα άλλα του παιδιά, ήταν κάποιοι άνθρωποι
υπαρκτοί, γνωστοί και συγκεκριμένοι. Η “ρωμιοσύνη” ήταν κι αυτή κάτι το συγκεκριμένο;
Ποιο ήταν το γένος;
-Να
εμφυτεύσουμε την πίστη στον νέο ελληνισμό σιγά-σιγά και σταθερά, να μάθουμε τον
Ρωμιό να αγαπάει κάθε τι το ελληνικό, να δώσουμε στο γένος αυτή την αγάπη
σταλαγματιά-σταλαγματιά! έλεγε εκείνη τη στιγμή ο Ακομινάτος
-Να
μην φοβηθούμε τον χρόνο, είπε η Ζωή
-Όμως,
ούτε και να τα αφήσουμε όλα στις καλένδες, είπε η Άννα Αγγελίνα
-Πρέπει
να μιλήσουμε με τον αυτοκράτορα Θεόδωρο για όλα αυτά, είπε ο Καλλίμαχος
γυρνώντας προς την αυτοκρατόρισσα, θα μπορούσε η Ευσέβειά σου να του μιλήσει;
-Θα
έχουμε σύντομα την απάντησή του, όμως σας το έχω πει ότι διστάζει να τεθεί
επικεφαλής γιατί θεωρεί χρέος του την ανάκτηση της Πόλης πριν από όλα τα άλλα
-Επικεφαλής
είναι προς το παρόν η αυτοκρατόρισσα, είπε ο Ακομινάτος
Τότε
μίλησε η Ζωή.
-Πρέπει
να βρούμε μια αρμονία ανάμεσα στη ρωμιοσύνη και τον ελληνισμό, είπε. Με τις
γνώσεις που μου μετέδωσε ο πατέρας μου, με έκανε να θαυμάζω την αρχαιότητα και γνωρίζω
πως η θρησκεία της συκοφαντήθηκε όταν χαρακτηρίστηκε ειδωλολατρία, όμως αυτά
όλα είναι συμπεράσματα της λογικής μου. Από την άλλη, έτσι όπως μεγάλωσα,
συγκινούμαι με το Πάσχα, με την μεγάλη Παρασκευή και νιώθω ελεύθερα όταν ανάβω
ένα κερί στην εικόνα της Παναγίας. Είμαι Ρωμιά στο συναίσθημα και Ελληνίδα στη λογική,
πρέπει όμως να συμβιβάσω και τις δυο αυτές ιδιότητές μου κι ας ξέρω πως είναι
αντίθετες κι ας φαίνεται να αποκλείουν η μία την άλλη
Ο
Νικηφόρος σκεφτόταν πως η Ζωή συμβίβαζε συνέχεια διαφορετικά συναισθήματα και ο
ίδιος ήταν η αιτία για την κυριότερη αντίφασή της που την οδήγησε τελικά σε ένα
μοναστήρι μακριά από εδώ.
-Το
είχαν αυτό το δίλημμα και οι αρχαίοι, ταλαντεύονταν πότε με τον Διόνυσο και πότε
με τον Δία, πότε με τον Ορφέα και πότε με τον Απόλλωνα, είπε ο Ακομινάτος
-Εκείνο
που πρέπει να κάνουμε είναι να φροντίσουμε ώστε η νέα γενιά των ηγετών της
αυτοκρατορίας μας, άρχοντες και ιερωμένοι και λαός, να είναι όλοι μορφωμένοι
και ελληνομαθείς, να ζουν ελληνοπρεπώς και με γενναιότητα και να είναι
προετοιμασμένοι πνευματικά και ηθικά για την αλλαγή, είπε η Άννα Αγγελίνα
-Από
τη μια μεριά, η ρωμαίικη ψυχή, κλαψιάρικη και εύκολη στη συγκίνηση, κι από την
άλλη το ελληνικό μυαλό, τετράγωνο και ορθολογικό, αυτό ζητάμε να συνθέσουμε,
είπε ο Ιάσων-Διογένης
Έτσι
ήταν, το έβλεπαν όλοι. Δεν γνώριζαν, όμως, αν αυτός ο συνδυασμός που έψαχναν ήταν
δυνατός στη φύση. Γιατί αν ζητούσαν κάτι αφύσικο, τότε χτυπούσαν τη γροθιά τους
στο μαχαίρι.
-Τι
νόημα θα είχε να αντικαταστήσουμε τη συγκίνηση της γιορτής του Πάσχα με μια
γιορτή στον Διόνυσο που θα προκαλεί το ίδιο συναίσθημα, είπε ο Καλλίμαχος, ποιος
έχει ανάγκη από μια τέτοια αλλαγή;
-Και
τι νόημα θα έχει να βάλουμε στη θέση του Ιουστινιάνειου Κώδικα τους νόμους του
Δράκοντα; θα ανταποκρίνονται σήμερα εκείνοι οι νόμοι σε ένα κόσμο που έχει
μάθει να ζει με τον φόβο της τιμωρίας εδώ ή στον άλλο κόσμο; είπε η Άννα
Αγγελίνα, αν δεν αλλάξουμε την αντιμετώπιση της ζωής, τι νόημα έχει να πιάσουμε
εργαλεία που φτιάχτηκαν για άλλο κόσμο και για άλλους ανθρώπους;
-Πρέπει
να γνωρίζουμε από που ερχόμαστε και που πάμε, είπε ο Βαρδάνης
-Να
δώσουμε τη δική μας εκδοχή με ελληνικό Πάσχα κι ελληνικό νόμο, είπε η Ζωή
-Δηλαδή,
συμπλήρωσε ο Ακομινάτος, να στηριχτούμε στην ελληνική σοφία χωρίς όμως να
προκαλέσουμε τη ρωμαίικη ψυχή! Καλή η σκέψη, αναρωτιέμαι μόνο αν κάτι τέτοιο είναι
δυνατό να γίνει…
Η
συζήτηση στο τρίκλινο της αυτοκρατόρισσας συνεχίστηκε σε αυτό το ρυθμό μέχρι
που νύχτωσε. Η Άννα Αγγελίνα ανέλαβε να μιλήσει με τον Θεόδωρο Λάσκαρη για όλα
αυτά και να δει τι μπορούσε να κερδίσει. Η Ζωή πλησίασε τον Νικηφόρο και τον
Ακομινάτο που είχαν σταθεί σε μια γωνιά και κοίταζαν την γιορτινή Νίκαια έξω
από το παράθυρο.
-Για
όλα αυτά χρειάζεται χρόνος, τους είπε
-Τότε
γιατί θέλουμε τόσο πολύ να πάρουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται την Πόλη; είπε ο
Ακομινάτος με ένα ξέσπασμα, για να απομυζήσει η Βασιλεύουσα για άλλα χίλια
χρόνια τον ελληνισμό; δεν ξέρουμε ότι για να ζει και να υπάρχει μια τέτοια
οικουμενική πόλη-αυτοκρατορία, οι επαρχίες πρέπει να πληρώνουν με ιδρώτα και
αίμα;
-Θα
ξεχαστούν με μιας όλα όσα σχεδιάζουμε εδώ αν…, συμπλήρωσε ο Νικηφόρος
-Αν
πάρουμε την Πόλη, όπως φωνάζουν όλοι, και βέβαια θα ξεχαστούν, είπε η Ζωή
-Επομένως,
μήπως θα έπρεπε να …, ξεκίνησε να λέει ο Μιχαήλ αλλά σταμάτησε
Ήταν
στα χείλη και των τριών αυτό που ξεκίνησε να λέει ο Μιχαήλ και το εξέφρασε
τελικά ο Νικηφόρος που δεν μάσησε τα λόγια του.
-Μήπως
αυτό που χρειάζεται είναι μια προσαρμογή των στόχων της αυτοκρατορίας της
Νίκαιας; Μήπως θα έπρεπε συνειδητά να καθυστερήσει η ανάκτηση της Πόλης μέχρι
να δυναμώσει εδώ στη Νίκαια αλλά και στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα και στη
Θεσσαλονίκη και σε όλη την λατινοκρατούμενη Ελλάδα με τρόπο φυσικό και αβίαστο ο
νέος ελληνισμός;
Κοιτούσαν
έξω από το παράθυρο. Οι θυρεοί του νέου αυτοκράτορα ανέμιζαν και παντού ακουγόταν
ο απόηχος του τριημέρου των πανηγυρισμών. “Του χρόνου στην Πόλη” φώναζαν όλοι.
-Είναι
πολύ νωρίς ακόμα, χρειάζεται χρόνος … ίσως και τρεις ή και δεκατρείς γενιές για
να διαμορφωθεί μια νέα συνείδηση, είπε ο Ακομινάτος
===
4ο κομμάτι από το ΙΒ’ κεφάλαιο
Είμαστε στο 1208, τέσσερα χρόνια μετά την πτώση της Πόλης στους Φράγκους.
Μιλούν ο Αθηναίος πρώην πλοίαρχος και νυν γαιοκτήμονας Νικηφόρος με τον Φράγκο
Ηγεμόνα τον Αθηνών, τον Όθωνα Ντε Λα Ρος
===
-Από εσένα θέλω
να με βοηθήσεις στη νομοθεσία, είπε στον Νικηφόρο ο Ντε Λα Ρος, δεν θέλω να
εισάγω νόμους που δεν θα τους δέχονται και δεν θα τους καταλαβαίνουν οι υπήκοοί
μου
-Είναι σοφή η
σκέψη της Εξοχότητάς σας. Ανυπομονώ να βοηθήσω! Αυτή η προσέγγιση των Φράγκων
με τους Γραικούς θα βγει σε καλό και των δύο, κι εσείς μέγα-Κύρη μας θα είστε
κεφαλή της πιο ένδοξης πόλης του κόσμου
-Η αλήθεια είναι
ότι τελευταία όλο και περισσότερο το σκέφτομαι αυτό, η Αθήνα ήταν κάποτε ένδοξη
πόλη, πόλη των γραμμάτων και των φιλοσόφων
-Και των τεχνών
και των επιστημών, συμπλήρωσε ο Νικηφόρος
-Θα μπορούσαμε
άραγε να ξανακάνουμε κάτι τέτοιο κι εμείς στην εποχή μας; ο Βεράρδος πιστεύει
πως γίνεται, αρκεί να έρθει ο αυτοκράτορας να δει την Ακρόπολη, λέει, και όλα
θα αλλάξουν
-Αξίζει να το
προσπαθήσουμε Εξοχότατε, είπε ο Νικηφόρος, και με Εσάς στην κεφαλή της η Αθήνα
μπορεί να αποκτήσει ένα μέρος από το αρχαίο κλέος της
Ο Νικηφόρος
έφυγε με ανάμεικτα συναισθήματα από το παλάτι του Όθωνα. Είχε μιλήσει μαζί του
σαν καλός φίλος αλλά επί τρεις μήνες βρισκόταν σε μια φυλακή επειδή κάτι του
είχαν πει οι σύμβουλοί του κι εκείνος χωρίς να το πολυσκεφτεί είχε συναινέσει.
Και όταν μετά του είπαν κάτι άλλο κάποιοι άλλοι Βουργουνδοί, τότε τον
ελευθέρωσε. Και τώρα τον ρωτούσε αν μπορούσε να ξαναφέρει το αρχαίο κλέος στην
Αθήνα χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για ποιο πράγμα η Αθήνα ήταν ένδοξη. Αν
του έλεγε πως τα πρώτα και πιο ουσιαστικά στοιχεία του αρχαίου Αθηναίου ήταν η
αγάπη του για την ελευθερία, η απαίτηση της ισότητας όλων απέναντι στον νόμο
και ο σεβασμός στη φύση και στην Πόλη που ήταν η έκφραση της αρμονίας της φύσης
στα ανθρώπινα, θα καταλάβαινε τίποτε; Πως μπορούσε να επαναφέρει το αρχαίο
κλέος όταν αυτό είχε πρώτη προϋπόθεση να πάει ο ίδιος στο σπίτι του και να
αφήσει την πόλη ελεύθερη;
Με κάθε τρόπο
και σε κάθε στιγμή διαπίστωνε ο Νικηφόρος πόσο ανέφικτη ήταν η αναβίωση του
αρχαίου κόσμου και της Ελλάδας όπως την ήξερε από τα βιβλία, τον Όμηρο, τις
τραγωδίες, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. “Μόνο
σαν φαντασίωση στο μυαλό μερικών γραμματισμένων και αρχαιολατρών θα μπορούσε να
υπάρχει η Ελλάδα της αρχαιότητας που ονειρευόμαστε κι εγώ κι ο Ακομινάτος κι
όλοι οι άλλοι” σκεφτόταν ο Νικηφόρος. Ο νέος ελληνισμός δεν μπορούσε να
αλλάξει θρησκευτικές αντιλήψεις ριζωμένες πολύ βαθιά στις καρδιές των ανθρώπων
της εποχής. Οι δεισιδαιμονίες και τα μάγια κυριαρχούσαν παντού και ο ορθός
λόγος ακουγόταν, περίπου, σαν εργαλείο του διαβόλου. Ο φόβος για κάθε είδους
τιμωρία φώλιαζε μέσα στα μυαλά των ανθρώπων, η αγραμματοσύνη θεωρείτο προσόν
και το παράλογο κυριαρχούσε. Κανένα ουσιαστικό στοιχείο του ελληνισμού δεν
μπορούσε να γίνει αντιληπτό στη σημερινή εποχή. Μόνο κάποια εξωτερικά στοιχεία
όπως το όνομα “Ελλάς” και η ελληνική γλώσσα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν
συνδετικά στοιχεία των ελληνόφωνων πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Έτσι ο νέος
ελληνισμός θα ήταν απλά ένα όπλο στα χέρια των Γραικών για να επιβιώσουν σαν
ανεξάρτητο κράτος. “Έστω κι έτσι! κάτι
είναι κι αυτό! δεν είναι και λίγο!” σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Αναρωτιόταν πως
μπορούσε να ταιριάξει η ταυτότητα του “Έλληνα” με την ιδιότητα του
“Χριστιανού”. Τα αντιδυτικά συναισθήματα του κόσμου είχαν κορυφωθεί μετά την Δ’
σταυροφορία και είχαν συνδεθεί άρρηκτα με το θρησκευτικό συναίσθημα και την
ορθοδοξία που ήταν το συστατικό στοιχείο ενότητας του ρωμαϊκού κόσμου εδώ και
οχτακόσια χρόνια. Δεν μπορούσε, επομένως, κανείς να ανατρέψει τον δεισιδαίμονα,
φοβισμένο, αυταρχικό και σκοτεινό κόσμο τόσο εύκολα. Θα ήταν ωραίο να μπορούσε
να δημιουργηθεί μια πολιτεία στηριγμένη στον ορθολογισμό, στο θάρρος, στη
δημοκρατία και το φως, όπως ήταν η αρχαία Ελλάδα. Κάθε τέτοια προσπάθεια θα
ήταν, ίσως, ευγενική, όμορφη και ονειρική αλλά ταυτόχρονα θα ήταν καταδικασμένη
σε τραγική αποτυχία γιατί κανείς δεν θα την καταλάβαινε. Θα την τσάκιζαν όλοι,
Λατίνοι και Ρωμαίοι και Βούλγαροι και Τούρκοι και Σταυροφόροι και Μωαμεθανοί,
σαν επικίνδυνη αίρεση που αμφισβητεί την εξουσία των δυνατών και των βασιλιάδων
αυτού του κόσμου, που βρίζει τον Θεό και τους εκπροσώπους του ιερείς και που προσπαθεί
να επαναφέρει την ειδωλολατρία. Όλες οι εξουσίες σε δύση και σε ανατολή, Πάπας
και Πατριάρχης και Ισλάμ θα στρέφονταν ενάντια σε ένα τόσο αιρετικό σύστημα και
θα το έπνιγαν στην γέννησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου