Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Προδημοσίευση από το "ΧΙΛΙΑ". Καλοκαίρι στο Αιγαίο!


Μια και είναι καλοκαίρι, πήρα ένα κομμάτι από ένα βιβλίο μου με τίτλο "ΧΙΛΙΑ" (ανέκδοτο βεβαίως) που περιγράφει ένα καλοκαίρι στην Ανάφη. Δεν έχει καμιά σημασία αν ο χρόνος του βιβλίου είναι το 999 μΧ. Και τότε και σήμερα τα ίδια είναι. Αφιέρωμα λοιπόν στο καλοκαίρι που έρχεται:

Η θάλασσα εδώ στην Ανάφη είναι ένα απέραντο καταγάλανο στρώμα και ο ουρανός πάνω της στέκει ομοιόχρωμος με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζει ορίζοντας κανείς καθώς τα δυο γαλάζια ενώνονται με αόρατη ραφή χαμένη μέσα στην αχλή της ατμόσφαιρας. Το τοπίο είναι τόσο γαλήνιο και θεϊκό που λες πως κάπως έτσι θα είναι και ο Παράδεισος. Κάθομαι και κοιτάζω έξω από το κελί του μικρού μοναστηριού που είναι σκαρφαλωμένο επάνω σε έναν εκπληκτικό μονόλιθο που εδώ οι ντόπιοι τον λένε Κάλαμο. Ένα εκκλησάκι είναι μέρος αυτού του μοναστηριού, που ίδρυσε ο Νικηφόρος Φωκάς, και λέγεται Παναγιά Καλαμιώτισσα. Οι πέτρες με τις οποίες κτίστηκε είναι πανάρχαιες κολώνες ενός αρχαίου ναού του Απόλλωνα που λένε πως τον έκτισαν οι Αργοναύτες και που τα χαλάσματά του είναι ακόμη εδώ δίπλα. Κομμάτια από κομμένες κολώνες, κιονόκρανα, μάρμαρα και μετώπες σπασμένες, μέλη αγαλμάτων και βάσεις τετράγωνες βωμών γεμίζουν τον χώρο έξω από το πρόχειρο μετόχι που έφτιαξαν εδώ, στο νοτιοανατολικό άκρο της Ανάφης, οι μοναχοί της Άνδρου που κατοικούν στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής στους πρόποδες αυτού του βράχου. Είμαστε σε ένα μετόχι της Μονής Παναχράντου και φιλοξενούμαστε εδώ όλοι όσοι φύγαμε κακήν-κακώς από την Άνδρο για να γλιτώσουμε την βέβαιη σφαγή.
Βρισκόμαστε σε ένα υψόμετρο περίπου πεντακοσίων μέτρων και είναι σαν να κρεμόμαστε από τον ουρανό. Ακουμπάω στο χοντρό τοίχο του παραθυριού. Σε αυτό το πολύ πλατύ περβάζι κάθομαι και γράφω όταν δεν φυσάει, όπως τώρα. Κοιτάζω έξω και νιώθω να είμαι μέρος της φύσης που με περιβάλλει, μέρος του καταγάλανου ουρανού που σκεπάζει σαν θόλος τα πάντα μέχρι βαθιά στον ορίζοντα. Κάποια μικρά άσπρα συννεφάκια στο βάθος μας θυμίζουν ότι βρισκόμαστε εδώ στη στέρεα γη, έστω κι αν στεκόμαστε πολύ ψηλά πάνω στον τεράστιο βράχο, μας θυμίζουν ότι είμαστε πλάσματα της γης κι όχι πτηνά του ουρανού ή άγγελοι.
Ο ήλιος εδώ στο πάμφωτο νησί είναι συνεπής στο καθημερινό ραντεβού του, πάντοτε παρών και πάντοτε καυτός και φωτεινός. Χτυπά με τις φλόγες του ανελέητα τις πέτρες, το χώμα, τα λιγοστά δέντρα, την απέραντη θάλασσα. Κάθε σκιά, είτε μιας συκιάς, είτε ενός τοίχου, είναι εδώ ευλογία. Σκύβω για να κοιτάξω πιο χαμηλά, στο νησί που είναι δεμένο με τον βράχο με ένα δρομάκο που τον λένε Ιερά Οδό και οδηγεί κατ’ ευθείαν στη Χώρα. Περίπου μιάμιση ώρα είναι μονάχα η κατάβαση από εδώ που βρισκόμαστε μέχρι κάτω στο επίπεδο της θάλασσας στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Λιγοστές ελιές, θάμνοι, κάποιες δάφνες, σκούρο καφέ χώμα, άσπρη ελαφρόπετρα γεμάτη με τρύπες, λουλούδια που ανθίζουν στις σχισμές των βράχων, μικρά κίτρινα και κόκκινα άνθη, παπαρούνες και μαργαρίτες σε γωνιές, δίπλα σε στεγνά το καλοκαίρι και χειμαρρώδη το χειμώνα μικρά ρυάκια που, τώρα την άνοιξη είναι ακόμα υγρά. Και γύρω από το μοναστήρι ένας στοιχειώδης κήπος με λίγες πηγές ζωής για τους μοναχούς, κάποιες ακακίες, μερικές χαρουπιές, λίγα κηπευτικά και δυο-τρεις φραγκοσυκιές. Κάποιες κότες δίνουν τα αυγά τους και μερικά γίδια το γάλα τους από όπου βγαίνει κι ένα μυρωδάτο τυρί.
Αυτές τις μέρες που επικρατούν νοτιάδες -γιατί με τον βοριά είναι πάρα πολύ επικίνδυνη η ανάβαση- ερχόμαστε εδώ καθημερινά με τον Διομήδη και αγναντεύουμε μαζί το πέλαγος. Ύστερα αυτός κάθεται στη σκιά του βράχου και σκέφτεται μόνος του, τραγουδώντας τραγούδια και συνθέτοντας στίχους ενώ εγώ γράφω αυτά τα ημερολόγια στις περγαμηνές που μου δίνουν οι μοναχοί της Ζωοδόχου Πηγής. Τον ακούω ώρα τώρα να τραγουδά κάποιες μελωδίες λίγο μελαγχολικές αλλά πολύ γλυκές και δεν ξεχωρίζω τα λόγια με τα οποία τις συνοδεύει.
-Διομήδη, μπορείς να το επαναλάβεις σε παρακαλώ, του ζήτησα όταν τον άκουσα να σωπαίνει κάποια στιγμή
Εδώ πάνω στην Παναγιά Καλαμιώτισσα, στον Ναό του Απόλλωνα, τα δωμάτια είναι ανοιχτά από παντού αφού δεν έχουν ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Έχουν χοντρούς τοίχους για να αντέχουν τους μανιασμένους ανέμους και σκεπές σταθερές για να προσφέρουν καταφύγιο από τον καυτό ήλιο και τις βροχές του χειμώνα αλλά είναι ανοιχτά από παντού τριγύρω. Ο καθένας μας πιάνει από ένα δωμάτιο και κάνει ό,τι θέλει. Εγώ σκέφτομαι και γράφω ενώ εκείνος θαυμάζει το τοπίο και τραγουδά. Δεν απασχολούμε ο ένας τον άλλον παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Όπως τώρα που τον φώναξα να έρθει εδώ που ήμουν εγώ.
-Σου άρεσε αυτή η ωδή Μικρή Κυρία; μου είπε
-Ήταν υπέροχη, που την έμαθες;
-Είναι δική μου, την σιγοψιθυρίζω καιρό τώρα αλλά νομίζω ότι την έφτιαξα πια για τα καλά
-Τι λένε οι στίχοι;
-Δεν είναι στίχοι για την μελωδία, απλά πήρα εκείνο το επίγραμμα που σου είχα δώσει στην Άνδρο, που το είχες πει “Σιμωνίδειο”, και προσάρμοσα τη μελωδία στο μέτρο του επιγράμματος, μου είπε
-Ποιο επίγραμμα, τον ρώτησα, θύμισέ μου!
Μου το απήγγειλε:
-“Εάν η χαρούμενη ζωή λέγεται νιότη, λείπει η ευτυχία”
-Τραγούδησέ το πάλι Διομήδη, του ζήτησα με ένα κάποιο νάζι όπως το έκανα όταν ήμουν πολύ μικρή και ο Διομήδης δεν μου χαλούσε κανένα χατίρι
Το τραγουδάει και πάλι τώρα λίγο πιο δυνατά για να τον ακούω και με πολύ πιο καθαρή φωνή για να ξεχωρίζω και τα λόγια. Είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι, μια μονοφωνία χωρίς άλλο όργανο εκτός από το κτύπημα δυο ξύλων μεταξύ τους, που με παρασέρνει. Μοιάζει με εκκλησιαστική μελωδία αλλά αντί της ευσέβειας που φτάνει στα όρια της κλάψας εδώ υπάρχει ένα ύφος πιο ρωμαλέο που δεν χάνει την μελαγχολία αλλά δεν οδηγεί και στην παραίτηση. Η εκκλησιαστική φόρμα είναι ένα απλό περιτύλιγμα για ένα περιεχόμενο πολύ διαφορετικό. Ο τρόπος που κλείνει η μελωδία ακούγεται σαν προτροπή για κάτι ανώτερο. Ακούω το τραγούδι του και συνειδητά αφήνομαι να παρασυρθώ από την μελωδία και τον στίχο. Αντί να γράφω εδώ και αρκετή ώρα κάθομαι και ρεμβάζω. Είναι τόσο όμορφη η ζωή αυτή τη στιγμή!
Εδώ το τοπίο είναι απολύτως ήσυχο και δεν ακούγονται οι φριχτές φωνές των φονιάδων ούτε τα ηχηρά χτυπήματά τους στην βαριά πόρτα της Μονής Παναχράντου της Άνδρου όταν μας καλούσαν να παραδοθούμε. Σαρακηνοί και Νορμανδοί, πειρατές και ληστές, διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του να μας περάσουν από τον δικό τους τροχό του βασανιστηρίου ή και να αφαιρέσουν τη ζωή μας ακόμα προκειμένου να τους πούμε μυστικά που δεν κρύβαμε και να τους δώσουμε θησαυρούς που δεν υπήρχαν αλλά για την ύπαρξη των οποίων αυτοί ήταν πεπεισμένοι. Κι ύστερα άρχισε ο αλληλοσκοτωμός τους και βρήκαμε τον τρόπο να το σκάσουμε, ξεφεύγοντας από τον βέβαιο θάνατο, όχι όμως και από τον κίνδυνο. Κι αφού περιπλανηθήκαμε στο Αιγαίο, κι αφού καταφέραμε να μην ναυαγήσουμε, κι αφού καταφέραμε να βρούμε στεριά, τώρα βρισκόμαστε εδώ και περιμένουμε πλοίο για την οριστική σωτηρία μας που θα γίνει μόλις πατήσουμε το πόδι μας στην Κρήτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: