Είδα χτες τον αγώνα της Ελλάδας με τη Ρουμανία (3-1) για τα προκριματικά του Μουντιάλ της Βραζιλίας. Παίξαμε καλά και κερδίσαμε δίκαια και μας αδικεί λίγο ακόμα και το 3-1. Και θυμήθηκα τον άλλο παρόμοιο αγώνα για την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1970 (που είχε γίνει τότε στο Μεξικό και το κέρδισε πανηγυρικά η Βραζιλία).
Μπήκα
στο "Καραϊσκάκη" (ανακαινισμένο τότε με σκαλωσιές ακόμη τριγύρω) μετά από μια
αποτυχημένη προσπάθεια να σκαρφαλώσω στις σκαλωσιές και χάρη σε ένα γνωστό του
γνωστού που βρέθηκε σε μια θύρα (στην μεγάλη εξέδρα προς το Φάληρο). Κάθισα στα
σκαλάκια ενός διαδρόμου. Μαθητής ακόμα στο Μικτό 6-τάξιο Γυμνάσιο Δραπετσώνας.
Η ένταση πολύ μεγάλη λόγω του αποκλεισμού του Δομάζου. Είχε γίνει ένα επεισόδιο
με τον τότε προπονητή Νταν Γεωργιάδη και ο Δομάζος είχε αποκλειστεί. Μιλάμε για
τον παίκτη ορχήστρα που μετέτρεπε την πολύ καλή ομάδα με τους Σιδέρη,
Παπαϊωάννου και Κούδα σε ομαδάρα.
Όταν προηγηθήκαμε πανηγύρισα όπως όλοι και
όταν ισοφαριστήκαμε έβρισα όπως όλοι. Ο αστυφύλακας της κερκίδας με βρήκε πιο
ευάλωτο σε παρατηρήσεις και μου είπε να ησυχάσω. "Μα, όλοι βρίζουνε"
του απάντησα. Μετά πανηγυρίσαμε το 2-1 και ύστερα στο 2-2 που μας ισοφάρισαν
βρίσαμε όλοι εν χορώ, προπονητή και Ασλανίδη (τον τότε ΓΓ Αθλητισμού) καθώς
είχε διαρρεύσει ότι αυτός είχε διώξει τον Δομάζο. Ο Αστυφύλακας της κερκίδας
που με είχε σταμπάρει ήρθε και με τράβηξε να βγω έξω. "Μα όλοι βρίζουνε" επέμεινα εγώ αλλά
χωρίς αποτέλεσμα. Κάποιοι από δίπλα πήγαν να με υπερασπιστούν αλλά ήρθαν κι
άλλα όργανα. Με βγάλανε σηκωτό και βρέθηκα έξω από την θύρα από την οποία είχα
μπει να ακούω τις φωνές και τα "αχ".
Πήρα τον ηλεκτρικό και πήγα στον
Πειραιά στο μαγαζί που δούλευε ένας φίλος μου (ο Ιορδάνης) και άκουσα το τέλος
από τρανζιστοράκι (δεν υπήρχε TV) βρίζοντας. Το τελικό 2-2 με άφησε με ανάμικτα
συναισθήματα. Λύπη που δεν νικήσαμε και χάσαμε βαθμό (τότε η νίκη είχε 2
βαθμούς κι η ισοπαλία 1) και χαρά που αποδείχθηκε η ανοησία να μην
χρησιμοποιηθεί ο -,με διαφορά- καλύτερός μας παίκτης, ο Δομάζος.
Σκαρφαλώνοντας
τις σκαλωσιές και πηδώντας πάνω στο Καραϊσκάκη (μιλάμε για αναρρίχηση γύρω στα
είκοσι μέτρα) είχα δει τον αγώνα με την Πορτογαλία (4-2) και το φιλικό με την
Αυστρία (4-1). Σε αυτό το τελευταίο νομίζω είχα εισιτήριο. Δεν ήταν το ακριβό
εισιτήριο που μας οδηγούσε στις σκαλωσιές, εξ άλλου πληρώναμε μαθητικό (αν
θυμάμαι καλά 5 δραχμές αντί για 30), ήταν που δεν υπήρχαν εισιτήρια καθώς τα
40.000 περίπου που εκδίδονταν για το Καραϊσκάκη εξαντλούνταν εν ριπή οφθαλμού.
Τη
ρεβάνς στο Βουκουρέστι την είδαμε από την τηλεόραση (μόλις είχε ξεκινήσει το
είδος). Ίσως ήταν το πρώτο ματς της Εθνικής (και γενικώς) που έδειξε η
τηλεόραση απ' ευθείας γιατί κονσέρβα είχαμε δει και τα ματς του Μουντιάλ της
Αγγλίας το 1966. Φυσικά, ασπρόμαυρα. Εκεί ήρθαμε 1-1 αφού παίζαμε σε μεγάλο
μέρος του ματς τους Ρουμάνους στην έδρα τους σαν την γάτα με το ποντίκι.
Ισοφάρισε με ένα καταπληκτικό γκολ ο Δομάζος αλλά δεν μπόρεσε να γυρίσει το
ματς. Και πήγαν στο Μουντιάλ οι Ρουμάνοι που έπαιξαν πολύ καλά (νίκησαν την
Τσεχοσλοβακία αλλά χάσανε από Αγγλία 0-1 ή 1-2 και Βραζιλία 2-3 και
αποκλείστηκαν). Αν ήμασταν εμείς στη θέση τους θα παίζαμε καλύτερα γιατί είχαμε
πραγματικά πολύ καλή ομάδα, μόνο που ακόμα κουβαλούσαμε κόμπλεξ απέναντι στους
ξένους πράγμα που σήμερα δεν υπάρχει και ιδιαίτερα μετά το Κύπελλο που πήραμε στην
Πορτογαλία έχουν πρόβλημα οι ξένοι μαζί μας, δεν μπορούν να καταλάβουν τι ποδόσφαιρο
και τι ρόλο παίζουμε στο γήπεδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου