Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν

Διάβαζα για την Κύπρο, πως δεν δέχονται τους όρους του ΔΝΤ, πως η ΕΕ την θεωρεί μεγάλο πρόβλημα, πως ο Ερντογάν την αμφισβητεί (και πάλι), πως πληρώνουν τα δικά μας τα σπασμένα (λέγε με "ομόλογα") και πως ξεκίνησαν κι εκεί το ίδιο γνωστό τροπάρι με τους ταξιτζήδες και τους μαϊμού συνταξιούχους, το ίδιο φούμαρο με το οποίο μας φλόμωσαν κι εδώ.
Θυμήθηκα ότι για την Κύπρο και την πτώση της Λευκωσίας το 1570 στους Τούρκους είχα γράψει ένα κομμάτι σε κάποιο βιβλίο μου (έτσι κι αλλιώς αδημοσίευτο). Μια και αρκετοί αναγνώστες διαβάζουν τέτοια κομμάτια μου (το ξέρω από τα σχόλια που ακούω ή διαβάζω) θα δημοσιεύσω παρακάτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Δον Χουάν Ηρακλείδης" που αναφέρεται στην πολιορκία της Λευκωσίας και ιδιαίτερα στην τελευταία μέρα αυτής της πολιορκίας.

....   

Γύρισα στην Πύλη της Αμμοχώστου. Θα δίναμε εκεί την μεγάλη μάχη αύριο αλλά ο νους μας θα ήταν στον προμαχώνα του Ποδοκατάρου. Και οι άλλοι προμαχώνες είχαν προβλήματα μετά από τις τόσες μέρες συνεχών κανονιοβολισμών αλλά και στου Κωστάντζου και στου Δαβίλα και στου κόμη της Τρίπολης η άμυνα μπορούσε να είναι επιτυχής. Απέναντι από τους προμαχώνες μας οι πασάδες είχαν προετοιμάσει τους γενίτσαρους για τα μεγάλα κέρδη που θα είχαν αν πατούσαν την πόλη και την κυρίευαν χωρίς πολλές απώλειες. Και κατά τα γνωστά, όσοι χάνονταν θα έβρισκαν μια θέση στον παράδεισο μια και ο πόλεμος αυτός ήταν ιερός, όπως όλοι εξ άλλου οι πόλεμοι των Οθωμανών ιεροί ήταν. Ιεροί πόλεμοι για λάφυρα, δούλους και χρήμα, όπως και αυτός εδώ τώρα της Κύπρου.
Η άμυνα του νησιού δεν ήταν ό,τι κάναμε εδώ αυτόν τον ενάμιση περίπου μήνα από την εισβολή. Ήταν η προετοιμασία που είχε γίνει εδώ και καιρό από τους εισβολείς και από τους αμυνόμενους. Και στον τομέα αυτό οι Βενετοί είχαν μείνει πολύ πίσω από τον εχθρό τους. Όταν πείστηκαν πια πως οι Οθωμανοί θα επιτίθεντο στην Κύπρο ήταν λίγο αργά για να υπερασπίσουν το νησί αποτελεσματικά. Έτυχε να πιάσει και μια μεγάλη φωτιά στον ναύσταθμο της Βενετίας και αυτό προκάλεσε μια επιπλέον καθυστέρηση. Έτσι είχαμε βρεθεί τώρα σε τραγική κατάσταση μέσα στο κάστρο της Λευκωσίας που, περικυκλωμένο από τα οθωμανικά στρατεύματα και βομβαρδιζόμενο συνεχώς από τα κανόνια των πολιορκητών, κόντευε πια να πέσει.
Οι συνεννοήσεις για μια ιερή συμμαχία που θα μπορούσε να βοηθήσει αποφασιστικά το νησί καθυστερούσαν. Παρά τις άοκνες προσπάθειες του Πάπα Πίου του Ε’ δεν βρισκόταν τρόπος να συμφωνήσουν υπό τους όρους της Ρώμης οι Ισπανοί με τους Βενετούς. Ο παλιός Δομινικανός φίλος του Λουκά (ΣΣ: ο Πάπας) ήταν φανατικός οπαδός της οργάνωσης μιας σταυροφορίας που θα έλυνε την πολιορκία της Κύπρου και θα ελευθέρωνε στη συνέχεια τους Άγιους Τόπους, δεν είχε καταφέρει ωστόσο ακόμη να την συγκροτήσει. Οι Ισπανοί δεν χώνευαν τους Βενετούς και αυτό δεν είχε αλλάξει ακόμα. Έτσι η Κύπρος δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια πριν να περάσει αυτός ο χειμώνας. Η Βενετία βρισκόταν 2.000 μίλια μακριά από την Κύπρο και η Τουρκία μόλις 200 μίλια. Γι αυτό το νησί θα έπρεπε να αντέξει από μόνο του σε μια πολιορκία τουλάχιστον για ένα ή και δύο έτη πριν μπορέσει να δεχτεί αποτελεσματική βοήθεια. Όμως η Λευκωσία του Ντάντολο δεν έδειχνε να έχει τόση αντοχή. Μετά από την αυριανή μέρα ή και μερικές επόμενες ενδεχομένως, η μάχη στη Λευκωσία θα τελείωνε. Είτε χανόταν η πόλη είτε παραδινόταν ειρηνικά, θα είχε καθυστερήσει τους Τούρκους ένα ολόκληρο καλοκαίρι ώστε να μπορούν να ελπίζουν η Κερύνεια και η Αμμόχωστος ότι μέχρι το άλλο καλοκαίρι του 1571 θα έφτανε η ενίσχυση από τη δύση. Ήταν μια μάχη αντοχής αυτός ο πόλεμος.
Η δική μου αποστολή σε ό,τι αφορούσε στην οργάνωσή μας είχε ήδη πετύχει. Είχαμε δώσει βοήθεια στους Βενετούς δίνοντάς τους ασφαλείς πληροφορίες για την σχεδιαζόμενη επίθεση των Τούρκων και είχαμε στείλει πρώτοι από όλους απόσπασμα 500 στρατιωτών για την υπεράσπιση του νησιού. Οι τριακόσιοι Έλληνες ήταν εδώ μαζί μου και οι εκατό Αλβανοί με τον Τσόμη και οι εκατό Ιταλοί με τον Μαρτινέγκο που βρίσκονταν στην Αμμόχωστο, ήταν μια βοήθεια πολύ σημαντική.
Στο μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα και στις έκτακτες συνθήκες της Κύπρου, είχα καταφέρει μαζί με τη Διονυσία να εντάξουμε στην οργάνωσή μας αρκετούς από τους διακεκριμένους μαχητές της άμυνας της Λευκωσίας. Είχαμε εντάξει ανάμεσα στους άλλους τον οπλαρχηγό και αξιωματούχο του βενετσιάνικου στρατού Πέτρο Ροντάκη που είχε καθυστερήσει τους Τούρκους στην απόβασή τους και τώρα βρισκόταν στην Αμμόχωστο. Είχα καταφέρει να εντάξω τον Ευγένιο Συγκλητικό, ένα σπουδαίο και πλούσιο Κύπριο ευγενή που είχε αγοράσει τον τίτλο του κόμη ντε Ρος από τη Βενετία και που ήταν ουσιαστικά ο διοικητής του στρατού στη Λευκωσία. Ακόμη είχαμε ορκίσει τρεις αδελφούς του Ευγένιου, τον Ιωάννη τον Ιερώνυμο και τον Πέτρο-Παύλο Συγκλητικό, που είχαν προσφέρει άλλα δύο σώματα από διακόσιους στρατιώτες στη Βενετία για την υπεράσπιση της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου αλλά και των γύρω χωριών και, ακόμη, την Μαργαρίτα Συγκλητικού, μια γενναία αρχόντισσα Κύπρια και την πολύ όμορφη κόρη της Μαρία που είχε παντρευτεί έναν ευγενή Βενετό με ελληνική καταγωγή, τον Σκιπίωνα Καράφφα. Είχαν ορκιστεί επίσης ο Άγγελος Γάττος ή Άντζελο Γκάττο στα ιταλικά, ένας σπουδαίος πολεμιστής και συγγραφέας που κι αυτός ήταν τώρα στην Αμμόχωστο, ο Γεώργιος Σωζόμενος που ήταν μηχανικός και ο ορθόδοξος επίσκοπος Λευκωσίας Λογαράς. Ακόμη είχαν ενταχθεί στην οργάνωσή μας και ο Γιώργης ο Τσόμης καθώς και ο Μάρκος Μαρτινέγκο ο Λομβαρδός συμβολαιογράφος που είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα της απελευθέρωσης του αρχαίου γένους των Γραικών. Και ο Αυγουστίνος είχε στείλει γαλέρες με εφόδια για τις αποθήκες της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου με προσφορά όλων σχεδόν των προσόδων του από τα κτήματα της Κέρκυρας.
Η Βενετία δεν θα μπορούσε ποτέ να αρνηθεί τη μέγιστη συνεισφορά μας σε αυτό τον αγώνα της. Και μάλιστα η αποστολή της οργάνωσης είχε πετύχει πολλαπλά δεδομένου ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ρίξει όλες της τις δυνάμεις σε αυτό τον πόλεμο άρα μπορούσε επιτέλους να ξεσπάσει η εξέγερση στην Ελλάδα, ενώ και η δουλειά του Πάπα προκειμένου να συγκροτήσει την Ιερά Συμμαχία είχε γίνει πλέον πολύ πιο εύκολη. Επομένως, ανεξάρτητα από την δική μου τύχη ή της Διονυσίας, ο σκοπός μας είχε πετύχει απόλυτα.
Όλα αυτά ήταν παρήγορα αλλά ο θανάσιμος κίνδυνος που παραμόνευε έξω από τα τείχη και απειλούσε να μας αφανίσει δεν επέτρεπε και πολλή αισιοδοξία. Αν καταφέρναμε να γλιτώσουμε από αυτό το καμίνι θα μπορούσαμε να δούμε με αισιοδοξία το μέλλον. Ένα μέλλον που δεν θα είχε σχεδόν κανένα νόημα αν δεν ζούσαμε όλοι μαζί και πάλι, δηλαδή εγώ με τη Διονυσία και τη Δηιάνειρα. Γιατί ο φόβος μου ήταν γι αυτές τις δυο. Ακόμα κι αν χανόμουν εγώ, ήξερα πως θα είχαν την προστασία όλων των άλλων. Θα τους έλειπα αλλά θα τα κατάφερναν. Αν όμως έλειπαν εκείνες, εγώ δεν ήξερα ούτε αν θα τα κατάφερνα, ούτε αν ήθελα να τα καταφέρω. Μια απελπισία με έπιασε καθώς έκανα αυτές τις σκέψεις.
-Μη στεναχωριέσαι φίλε μου, με παρηγόρησε μια φωνή
Ήταν ο Φρα-Άντζελο Καλέπιο. Ο Ιταλός Δομινικανός μοναχός με τον οποίο είχε γίνει φίλος όλον αυτό τον τελευταίο καιρό. Γνώριζε προσωπικά τον Λουκά Γεροντιάδη, τώρα Λούκα Βέκκιο-Φερέρρο και οι συζητήσεις μαζί του ήταν θεολογικές, φιλοσοφικές και ιστορικές και είχαν πολύ ενδιαφέρον.
-Πως θα μπορούσα να είμαι χαρούμενος Άντζελο; του είπα
-Δεν είπα να είσαι χαρούμενος, μόνο να ελπίζεις, αυτό είπα, μου ψιθύρισε
Δεν μου ζητούσε και πολλά, έτσι κι αλλιώς ελπίδες είχαμε σχεδόν όλοι, έστω και μικρές.
-Εσύ σε τι ελπίζεις Φρα-Άντζελο; τον ρώτησα
-Στο θεό… και στη Βενετία… μου απάντησε
Στην Πύλη είχαν χαμηλώσει οι φωτιές και σε λίγο, όσοι δεν είχαμε σκοπιά, θα πέφταμε για ύπνο. Κάθισα σε μια γωνιά κοντά στον Φρα Άντζελο. Ήταν κληρικός της καθολικής εκκλησίας αλλά περισσότερο ήταν ένας διανοούμενος. Κρατούσε μανιωδώς σημειώσεις για τα πάντα και θα έλεγε κανείς ότι αν ήταν να διαλέξει ανάμεσα στη ζωή του ή στις σημειώσεις του θα διάλεγε εκείνες. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι και ο θεός και η Βενετία μας είχαν εγκαταλείψει στη μοίρα μας
-Φρατέλο, τι έγραψες για τη σημερινή μέρα; τον ρώτησα
-Την άφησα κενή. Έγραψα μόνο ότι αύριο δίνουμε τη μητέρα όλων των μαχών της Λευκωσίας. Η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι
-Δεν έχεις άδικο, του είπα, κι εγώ φοβάμαι
-Φοβάσαι κι εσύ, λοιπόν; με ρώτησε έκπληκτος καθώς ήμουν πάντα ψύχραιμος και ανέκφραστος
-Όχι τόσο για τον εαυτό μου, του είπα, όσο για τη Διονυσία και τη μικρή.
-Δεν τις έχεις στον καθεδρικό ναό; μην ανησυχείς, εκεί δεν έχουν φόβο, μου είπε καθησυχαστικά
-Τις έχει υπό την προστασία του ο Λογαράς
-Αυτό το φιλότουρκο σκυλί; έκανε ο Καλέπιο
-Δεν τον συμπαθείς καθόλου, ε;
-Μα είναι από εκείνους τους ορθόδοξους κληρικούς που κρατάνε όπλα κάτω από τα ράσα τους
-Όλοι κρατάμε τώρα όπλα, του είπα
-Ναι … τα κρατάμε όμως για τους Τούρκους, αυτά τα σκυλιά είναι έτοιμα να ρίξουν και σε εμάς, ειδικά τους Λατίνους κληρικούς μας έχουν βάλει στο μάτι!
-Δεν είναι έτσι ο Λογαράς, είναι πατριώτης, του είπα
-Ποιανής πατρίδας όμως; αναρωτήθηκε ο Καλέπιο, μήπως της πατρίδας του της Τουρκίας; Πάντως της Βενετίας δεν είναι
-Ίσως είναι της Γραικίας, του είπα εγώ
-Γραικία δεν υπάρχει λοχαγέ!
-Που ξέρεις, μπορεί να υπάρξει κι αυτή σύντομα, του είπα αινιγματικά
-Θα μας επιτεθούν αύριο, ε; είπε εμφανώς ανήσυχος
-Ναι, αυτό είναι το πιθανότερο, κι αν δεν το κάνουν αύριο, θα επιτεθούν την Κυριακή, ήρθαν και ενισχύσεις από τον Πιαλή και τον Αλή πασά και είναι τώρα πανέτοιμοι.
-Τι λες; θα τους αποκρούσουμε;
-Θα το παλέψουμε! του είπα, κι αν είμαστε τυχεροί… και ….γενναίοι, και είμαστε και λίγο …έξυπνοι… τότε ίσως!
-Αν βοηθήσει ο Κύριος, είπε ο πιστός καθολικός
-Ποιον θα βοηθήσει περισσότερο αυτός ο θεός, εμάς ή εκείνους;
-Τι δουλειά έχει ο θεός να βοηθήσει τους άπιστους;
-Τον ίδιο θεό έχουμε με τους Μουσουλμάνους, μην το ξεχνάς, του είπα
Με κοιτούσε σκεπτικός χωρίς να με αποπαίρνει
-Ο Αλλάχ των Οθωμανών, συνέχισα εγώ, είναι ο ίδιος με τον Θεό που έδωσε τις δέκα εντολές στον Αβραάμ, ξεχνάς ότι κι ο Μωάμεθ προφήτης του ίδιου θεού είναι; επομένως, αδελφέ, ποιος είναι ο πιστός στον θεό και ποιος ο άπιστος είναι λίγο μπερδεμένο, όπως είναι μπερδεμένο ποιανού από τους δυο μας είναι ο … θεός, δικός μας ή δικός τους, ποιους θα προστατέψει περισσότερο;
-Ναι, η αλήθεια είναι ότι –έτσι όπως το θέτεις- στον ίδιο θεό πιστεύουνε κι αυτοί…, παραδέχτηκε
Αμέσως όμως, σαν να ξύπνησε, αποτάσσοντας μετά βδελυγμίας την αμαρτία της παραδοχής, τα αρνήθηκε όλα
-Γι αυτό είστε αιρετικοί και άπιστοι εσείς οι Ορθόδοξοι, μου είπε, στο τέλος πιστεύετε ότι έχετε την ίδια θρησκεία με τον μουσουλμάνο και γίνεστε ένα μαζί του, κυκλοφορείτε με τα όπλα κάτω από τη μασχάλη για να σφάξετε εμάς και να τα βρείτε με τον Οθωμανό
-Φοβάσαι από μένα Φρατέλο; τον ρώτησα περιπαιχτικά
-Όχι βέβαια φίλε μου, είπε ο Φρα-Άντζελο χτυπώντας μου τον ώμο, ξέρεις πόσο σε εκτιμώ και αναγνωρίζω ότι οι Γραικοί εδώ, παρ’ όλο που έχουν υποφέρει πολύ από τους Βενετούς ωστόσο, πολεμούν σκληρά και μερικοί από αυτούς πολεμούν σαν λιοντάρια! Απλά, όπως το ξέρεις πολύ καλά κι εσύ, μερικοί φανατικοί του ορθόδοξου κλήρου συμπαθούν περισσότερο τον Οθωμανό από τον Λατίνο
-Οι Έλληνες είναι αδέλφια με τους Ιταλούς, όχι μόνο για λόγους θρησκείας αλλά γιατί ο πολιτισμός μας ήταν κοινός από τα αρχαία χρόνια, του είπα, εξ άλλου κι εμείς Ρωμιοί είμαστε, δηλαδή Ρωμαίοι
-Μακάρι να σκέφτονταν έτσι όλοι οι Γραικοί, μου είπε, γιατί πολλούς από εσάς τους αιρετικούς, τους έχει φοβηθεί το μάτι μου
Ένας μακρινός θόρυβος από τα τύμπανα των Τούρκων ακουγόταν μέσα στη νύχτα και δεν σε άφηνε να ξεχαστείς ούτε για μια στιγμή.
-Ανησυχώ λοχαγέ, οι φωνές τους ακούγονται τελευταία όλο και πιο πολύ και είναι και πολύ ενθουσιώδεις
-Σκέφτονται τα λάφυρα που θα κερδίσουν αν μας κάμψουν αύριο
-Θα έπρεπε να γίνει μια προσπάθεια συνθηκολόγησης με όρους, είπε
-Μας έδινε ο Λαλά Μουσταφά όρους πριν από δέκα μέρες, τι κάναμε;
-Ήταν πραγματικοί όροι ή πρωτοβουλία κάποιων γενίτσαρων
-Δεν είναι άτακτος στρατός απέναντί μας Φρατέλο, σου θυμίζω ότι οι όροι μας δόθηκαν την ημέρα της ανακωχής και εμείς απαντήσαμε με ένα περήφανο όχι, κι ας μην ξέρουμε ούτε ποιος αποφάσισε αυτό το «όχι», ούτε ποιος έδωσε την απάντηση ούτε και το γιατί, όμως τώρα είναι μάλλον αργά πια!
-Ποτέ δεν είναι αργά για να αποφευχθεί ένας πόλεμος και μια καταστροφή
-Δεν έχουμε ηγεσία Φρατέλο! του φώναξα, δεν το έχεις καταλάβει ακόμα;
-Δυστυχώς το έχουμε καταλάβει όλοι, μου είπε στεναχωρημένος, και δυστυχώς ούτε ο Έκτωρ Μπαλιόνε μπόρεσε να έρθει από την Αμμόχωστο, ούτε ο Σεμπαστιάνο Βενέρο από την Βενατία, μείναμε με αυτόν τον άχρηστο και επικίνδυνο τοποτηρητή, και ο Θεός να μας φυλάξει!
Μεσολάβησε μια σιωπή. Ήμασταν πολύ πιεσμένοι από την κατάσταση, νηστικοί βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι και γεμάτη με οργή για όλους και για όλα. Ο Άντζελο διέκοψε τη σιωπή
-Το ξέρεις ότι ο Ντάντολο έφυγε απ’ την Πύλη της Αμμοχώστου; μου είπε
-Και που πήγε; ρώτησα έκπληκτος
-Νομίζω στο παλάτι για να φτιάξει επιστολή προς τον Λαλά Μουσταφά, θα του ζητήσει όρους για να του παραδώσει την Λευκωσία ειρηνικά
-Δεν είναι λίγο αργά πια; δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε αυτό τώρα, πρέπει να τους αποκρούσουμε και μετά … βλέπουμε για επιστολές…
-Το κατάλαβε έστω και κάπως αργά πως η Λευκωσία πρέπει να παραδοθεί, είπε ο Άντζελο
-Μακάρι να μην είναι πολύ αργά, ευχήθηκα εγώ
-Πηγαίνω να ξαπλώσω λίγο, μου είπε, αύριο θα έχουμε πολλή δουλειά
-Και … πρέπει να έχουμε δυνάμεις, συμπλήρωσα
-Καληνύχτα Γραικέ και καλό ξημέρωμα, κοίταξε όμως να κοιμηθείς κι εσύ, όλοι χρειαζόμαστε δυνάμεις
-Καληνύχτα Φρατέλο, του είπα, εγώ θα μείνω για λίγο ακόμα εδώ
Η νύχτα αυτή του Σεπτέμβρη ήταν γλυκιά. Ήταν όμορφη μέρα για να γεννηθεί κανείς αλλά εξ ίσου όμορφη και για να πεθάνει, όμορφη για πρώτη μέρα του ανθρώπου, όμορφη και για τελευταία. Πολλοί θα άφηναν αύριο τον μάταιο τούτο κόσμο και έτρεμα στη σκέψη πως θα μπορούσαν να είναι οι δυο αγαπημένες μου. Μετά τον θάνατο του Ιάκωβου είχα παρουσιάσει προβλήματα νοητικής συγκέντρωσης και ψυχικής ισορροπίας μη μπορώντας να αντέξω την απώλεια του μοναδικού μου φίλου των παιδικών μας χρόνων, πως θα μπορούσα τώρα να αντέξω την απώλεια είτε της γυναίκας που αποτελούσε τον κόσμο μου και το παρόν μου εδώ και χρόνια είτε της μικρούλας Δηιάνειρας που αποτελούσε το μέλλον μου και την ζωή μου. Δεν θα άντεχα να ζήσω ούτε για μια στιγμή χωρίς αυτές τις δυο. Και δεν άντεχα να ζω με αυτές τις σκέψεις. Αισθάνθηκα και πάλι ανυπόφορα. Αναζήτησα λίγο δυνατό κρασί για να αλλάξω σκέψεις και διάθεση. Χωρίς να το καταλάβω αποκοιμήθηκα πάνω στο χώμα με το χέρι μου για μαξιλάρι.
Τα όνειρά μου ήταν μια εναλλαγή από παράδεισους και εφιάλτες. Με κεντρικούς ήρωες τη μικρή μου κόρη, την αγαπημένη μου γυναίκα, τον φίλο μου Ιάκωβο, τους ξεχασμένους μου γονείς αλλά και τον χοντρό Σπαχή στην Κερασούντα, έζησα μέσα σε αυτά τα σύντομα όνειρα τα πάντα. Με είδα στην ελεύθερη πια Ελλάδα να βρίσκομαι μαζί με τον φίλο μου Ιάκωβο Ηρακλείδη Βασιλικό πάνω στην Ακρόπολη του Περικλή, ύστερα είδα την κηδεία των γονιών μου και ξαφνικά πετάχτηκα πάνω τρέμοντας από την αγνωνία μου καθώς η μικρή μου Δηιάνειρα έπεφτε από τα τείχη της Κερασούντας. Ξανακοιμήθηκα και είδα την Διονυσία κι εμένα να παντρεύουμε την όμορφη κόρη μας σε μια καταπράσινη βουνοπλαγιά της Πίνδου κι ύστερα είδα τη Διονυσία να βογκάει βαριά πληγωμένη στους βομβαρδισμούς της Μάλτας και να αιμορραγεί στην αγκαλιά μου και μετά είδα τον … Δον Κάρλος τρελό και αλαφιασμένο να με συντροφεύει σε περιπάτους μακρινούς, πέρα από τη Μεσόγειο, τις μάχες και τους σκοτωμούς, μέχρι που μια θηλιά στο λαιμό μας κρέμαγε αυτόν και άφηνε εμένα κατάπληκτο να ξυπνάω ιδρωμένος.
Κι όταν κουρασμένος και αποκαμωμένος βυθίστηκα για λίγο σε έναν καινούριο ύπνο, σκοτεινό, βαθύ και δίχως όνειρα πια, τότε ακούστηκε ένας τρομερός βρυχηθμός από χιλιάδες όπλα και εκατοντάδες κανόνια που εκπυρσοκρότησαν μονομιάς, κάνοντας τη νύχτα μέρα, και σήμαναν την μεγάλη επίθεση των Τούρκων. Αν και ξημέρωνε νωρίς στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, η επίθεση άρχισε όταν ακόμα το σκοτάδι μας τύλιγε και πολύ πριν να φέξει η αυγή. Μέσα σε ένα πολύ δυνατό και ακατανόητο βουητό, πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι, αρπάξαμε τα όπλα μας και τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε στις πολεμίστρες.
Για δυο τουλάχιστον ώρες τα κανόνια τους μας χτυπούσαν προσπαθώντας να μας κάνουν κόσκινο. Ανησυχούσα σε κάθε μπομπάρδα που περνούσε ψηλά και κατευθυνόταν προς την πλευρά της πόλης όπου βρισκόταν ο καθεδρικός ναός του Πέτρου και του Παύλου. Εκεί βρίσκονταν η Διονυσία κι η Δηιάνειρα και αν μια τέτοια μπομπάρδα χτυπούσε τον ναό κανείς δεν ξέρει ποιες θα ήταν οι συνέπειες. Τα αυτιά μας βούιζαν, άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους από τη μια στιγμή στην άλλη, οι απώλειες πλήθαιναν, η νύχτα είχε γίνει μέρα και τα κανόνια συνέχιζαν να χτυπούν.
Η μάχη εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό ήταν σκληρή. Ήταν η πιο σκληρή επίθεση από όλες τις προηγούμενες δεκατέσσερις επιθέσεις που είχαμε αποκρούσει. Τα στίφη των επιτιθεμένων έρχονταν καταπάνω μας και όσους κι αν ρίχναμε πίσω κάποιοι άλλοι έπαιρναν τη θέση τους και προχωρούσαν φτάνοντας όλο και πιο κοντά μας. Όλοι οι προμαχώνες μας ταυτόχρονα δέχονταν επίθεση και σε όλες τι Πύλες γινόταν μακελειό. Σκαρφάλωναν στα τείχη με σκάλες και προσπαθούσαν να μπουν στην πόλη πρώτοι για να στήσουν τη σημαία τους και να κερδίσουν τη δόξα, τις τιμές και το χρήμα που τους είχαν υποσχεθεί. Αυτοί οι πρωτοπόροι γενίτσαροι, αντί της επίγειας ευτυχίας, συνήθως, κέρδιζαν μια θέση μόνο στον παράδεισο καθώς, εμείς που πολεμούσαμε για τις ζωές μας και για την ελευθερία μας, τους στέλναμε πολύ ευχαρίστως εκεί.
Στους τέσσερις προμαχώνες γινόταν το μεγάλο πανηγύρι. Οι επιθέσεις κατά κύματα ήταν συνεχείς και απίστευτα σφοδρές και οι αμυνόμενοι πάλευαν μέχρις εσχάτων. Στον προμαχώνα του Κωστάντζου την ανελέητη επίθεση των Τούρκων καθοδηγούσε ο Μουζαφέρ πασάς που ήταν γνωστός για την επιμονή του αλλά και τις στρατιωτικές του γνώσεις. Ο Καραμάν πασάς χτυπούσε το πιο αδύνατο σημείο μας στο Ποδοκάταρο και είχε ρίξει πολλαπλές δυνάμεις με στόχο να μπει από εκεί στην πόλη, ενώ στους προμαχώνες του Ντάβιλα και της Τρίπολης ο Μουσταφά πασά και ο ναύαρχος Αλή πασά καθοδηγούσαν τις επιθέσεις των γενιτσάρων. Αντέχαμε παντού και αυτό ήταν το νέο που μου έφερε ο Καλέπιο όταν τον έστειλα να κάνει ένα γύρο στην πόλη για να δει τι γινότανε και να με πληροφορήσει. Έπρεπε να γνωρίζουμε που έπασχε σε κάθε στιγμή η άμυνά μας για να μετακινούμε εκεί κάποιες ενισχύσεις. Ήταν δουλειά του Ντάντολο αυτή αλλά κανείς δεν τον εμπιστευόταν και ο Ευγένιος Συγκλητικός έκανε ό,τι μπορούσε αλλά χρειαζόταν από όλους μας μια βοήθεια.
Καθισμένος με την πλάτη σε μια πολεμίστρα ξεκουράστηκα για ένα λεπτό ακούγοντας την αναφορά του Άντζελο. Το μυαλό μου βρισκόταν αλλού βέβαια.
-Τι γίνεται στον ορθόδοξο καθεδρικό;
-Οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος κάνουν καλά τη δουλειά τους, μου είπε, μην ανησυχείς
Αυτό σήμαινε ότι εκεί δεν υπήρχαν απώλειες και μεγάλες καταστροφές. Τουλάχιστον, αυτή η πληροφορία με ανακούφιζε κάπως. Ήταν δύσκολο να πολεμάς και να σκέφτεσαι τους δικούς σου και μετάνιωνα που τις είχα μαζί μου εδώ στη Λευκωσία. Θα έπρεπε να τις είχα διώξει από την Κύπρο ήδη από την άνοιξη, όταν οι κινήσεις των Τούρκων είχαν γίνει πια φανερές. Είχα μετανιώσει πικρά που δεν το έκανα έγκαιρα. Θα ένιωθα πολύ καλύτερα και θα μπορούσα να μάχομαι καλύτερα με το μυαλό μου συγκεντρωμένο. Δεν φανταζόμουν ότι θα έρχονταν οι εισβολείς πριν τον Αύγουστο όμως αυτοί αποβιβάστηκαν τις πρώτες μέρες του Ιουλίου. Εξ άλλου περίμενα ότι η επίθεσή τους στο νησί θα ξεκινούσε από την Αμμόχωστο ή έστω την Κερύνεια κι όχι από τη Λευκωσία. Όλοι το ίδιο νομίζαμε και θεωρούσαμε ότι είχαμε καιρό μέχρι να δούμε τούρκικο στρατό έξω από την πόλη. Πίστευα ότι θα έβρισκα καιρό και την κατάλληλη ευκαιρία για να τις απομακρύνω από την Κύπρο, όμως έπεσα έξω. Ξαφνικά βρεθήκαμε κι οι τρεις μπλοκαρισμένοι στη Λευκωσία περικυκλωμένοι από τους Τούρκους και τώρα ένιωθα πως η παγίδα είχε κλείσει γύρω μας και μας είχε παγιδέψει στο εσωτερικό της. Είχα τύψεις και αισθανόμουνα άσχημα γιατί δεν είχα κάνει τη σωστή πρόβλεψη και τις είχα εκθέσει σε τέτοιο κίνδυνο.
-Ο Ντάντολο βρέθηκε; ρώτησα τον Καλέπιο
-Άλλοι λένε πως γυρνάει στην πόλη και άλλοι λένε πως έχει κλειστεί στο παλάτι
Ξαναγύρισα στις πολεμίστρες και ενθάρρυνα τους στρατιώτες λέγοντάς τους ότι όλοι οι προμαχώνες βαστούν καλά και οι Τούρκοι έχουν βαριές απώλειες. Δεν έλεγα ψέματα αλλά έλεγα τη μισή αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς δεν άκουγαν τι έλεγα μέσα στον χαμό που γινόταν από τα βουητά και τους κανονιοβολισμούς αλλά και τα δικά μας αρκεβούζια. Έβλεπαν μόνο τις χειρονομίες μου που τους έδειχναν ότι βαστάμε ακόμα και ότι έπρεπε να κρατήσουν κι εκείνοι τις θέσεις τους. Ό,τι κι αν τους έλεγα εκείνοι το ίδιο θα έκαναν. Όλες αυτές τις μέρες ενεργούσαμε όλοι μηχανικά και επαναλαμβάναμε τα ίδια και τα ίδια. Μόνο όταν ο Τούρκος θα ερχόταν καταπάνω μας με το σπαθί στο χέρι θα άλλαζε κάτι ή αν σαλπίζαμε παύση του πυρός και παράδοση θα μπορούσαμε να χαμηλώσουμε το σπαθί ή το όπλο. Σε αυτό το τελευταίο εξ άλλου ελπίζαμε όλοι καθώς ουσιαστική βοήθεια από την Βενετία δεν πιστεύαμε ότι θα ερχόταν αλλά ούτε και κανείς μας δεν περίμενε ότι θα κρατούσαμε τους Τούρκους έξω από τα τείχη μέχρι που να έρθει ο χειμώνας και να χαλαρώσει την πολιορκία.
Αντέξαμε σε αυτό το μακελειό των μανιασμένων επιθέσεων σχεδόν μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα οι Τούρκοι κυρίευσαν τους προμαχώνες μας και πίεσαν πολύ τους πολεμιστές που βρίσκονταν στα τείχη. Άλλοι λέγανε πως οι Τούρκοι πήραν πρώτο τον προμαχώνα του Ποδοκατάρου άλλοι λέγανε του Κωστάντζου, εκείνο όμως που είχε σημασία ήταν ότι μόλις οι προμαχώνες έπεσαν η άμυνα έγινε πλέον ανέφικτη. Η πίεση από τους επιτιθέμενους ήταν πολύ ισχυρή και συνεχής. Οι απώλειές μας αυξάνονταν χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σε κάποιο σημείο οι Τούρκοι πέρασαν τα τείχη και προσπάθησαν να ανοίξουν τις Πύλες. Υπερασπιστήκαμε το έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή μη υπολογίζοντας τις ζωές ή την ακεραιότητά μας και χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτε άλλο από την εξόντωση του εχθρού και την υπεράσπιση των θέσεών μας και της πόλης. Ήμασταν αγρίμια σε παροξυσμό όπως γίνεται ο άνθρωπος στον πόλεμο όταν δεν μετράει γι αυτόν τίποτε άλλο εξόν από τον χαλασμό του αντιπάλου. Ήμασταν όλοι ήρωες, όμως υπεράνθρωποι δεν ήμασταν, ούτε θεοί!
Δεκάδες και εκατοντάδες ηρωικές στιγμές ανθρώπων που ρίχτηκαν με αυτοθυσία στον εχθρό για να υπερασπίσουν τον φίλο τους δίπλα που είχε τραυματιστεί, τα τείχη που είχαν γκρεμιστεί, τα κανόνια της πόλης που κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια των εισβολέων, και για χίλιους άλλους τέτοιους μικρούς ή μεγάλους σκοπούς, γράφτηκαν στην Λευκωσία εκείνη τη μέρα, κανείς όμως συγγραφέας ή ποιητής δεν μπόρεσε να τις δει και να τις αποθανατίσει. Χάθηκαν όλες στη λήθη, κάτω από τα πτώματα των υπερασπιστών της πόλης και τα τρόπαια των νικητών που στήθηκαν παντού. Η συντριπτική υπεροχή των Τούρκων τους έδωσε τη νίκη. Οι γραμμές μας έσπασαν και οι εισβολείς μπήκαν στην πόλη και την πήραν. Μετά από επτά με οκτώ ώρες η μάχη έληξε.
Χάθηκαν σχεδόν όλοι οι ευγενείς και ιππότες και διοικητές Έλληνες και Βενετοί με το σπαθί στο χέρι. Χάθηκαν χιλιάδες πολεμιστές καθώς οι επιτιθέμενοι εξόντωναν τώρα στο διάβα τους ο,τιδήποτε ήταν πιθανό να φέρει αντίσταση ή έστω να κρυφτεί. Οι μεγάλες απώλειες που είχαν κι αυτοί όλες αυτές τις ώρες της επίμονης πίεσης τους είχαν αποκτηνώσει. Ο πανικός έστελνε άλλους από τους δικούς μας έξω από τα τείχη να επιχειρούν απελπισμένη έξοδο, άλλους να ρίχνονται με αυτοθυσία πάνω στον εχθρό και άλλους να τρέχουν αλαφιασμένοι να κρυφτούν ή να σώσουν δικούς τους ή να βρουν άλλο μετερίζι για να παλέψουν πιο συντονισμένα. Ήταν μια κίνηση χωρίς νόημα και σκοπό αλλά αναπόφευκτη μέσα στον χαμό που επικρατούσε. Κι εγώ, που ήμουν ακόμα ζωντανός, σκεφτόμουν συνέχεια πώς να τα καταφέρω να πάω στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό των Πέτρου και Παύλου. Είχα μία και μόνο επιθυμία πλέον καρφωμένη στο μυαλό και στην καρδιά μου, να δω και να αγκαλιάσω την Διονυσία και τη Δηιάνειρα, ακόμα κι αν αυτή θα ήταν η τελευταία πράξη της ζωής μου.
Πονούσα παντού σε όλο μου το σώμα και ιδιαίτερα στον ώμο που ήμουν ήδη τραυματισμένος. Το κεφάλι μου πονούσε τρομερά αλλά κατάφερνα να κρατάω, έστω και με δυσκολία, τις αισθήσεις μου. Δεν εγκατέλειπα τη θέση μου μέχρι που η άμυνα στην Πύλη της Αμμοχώστου έσπασε και η μάχη εκεί, έστω κι αν ακόμα κρατούσε ωστόσο, είχε καταντήσει κι αυτή μάταια. Μέσα στο πανικό που επικρατούσε βρήκα τον δρόμο ανάμεσα σε πτώματα, σπίτια που έπαιρναν φωτιά, δικούς και εχθρούς που χτυπούσαν δεξιά κι αριστερά αλαφιασμένοι, και απομακρύνθηκα κάπως από την Πύλη όπου αγωνιζόμουν για πολλές ώρες τώρα, από την αυγή μέχρι τώρα που ο ήλιος είχε σταθεί ψηλά κατακόρυφα στον ουρανό δείχνοντας πως ήταν μεσημέρι. Ήθελα όσο τίποτε άλλο να πάω στον καθεδρικό των Πέτρου και Παύλου. Η Λευκωσία μπορεί να είχε πέσει στο μεγαλύτερο μέρος της, εμείς όμως στην Πύλη της Αμμοχώστου κρατούσαμε ακόμα κι έτσι είχαμε μείνει ως τώρα οι περισσότεροι από εμάς ζωντανοί. Άκουσα μια τεράστια έκρηξη και ένα φοβερό πάταγο. Η Πύλη κτυπήθηκε ξανά και σχεδόν διέλυσε. Οι Τούρκοι έπεφταν τώρα σαν στίφη για να εξολοθρεύσουν το δικό μου στράτευμα.
Δίστασα για μια στιγμή ανάμεσα στις δυο κατευθύνσεις, να συνεχίσω ή να γυρίσω πίσω αλλά αμέσως αποφάσισα να επιστρέψω. Η Πύλη κινδύνευε, οι εισβολείς εφορμούσαν και η ανάγκη για άμυνα μέχρις εσχάτων ήταν επιτακτική. Οι μάχες δίνονταν πια σώμα με σώμα ενώ τα πυροβόλα όπλα συνέχιζαν να κτυπούν και τα κανόνια δεν είχαν σταματήσει να ρίχνουν. Θα πήγαινα αργότερα στη Διονυσία. Τώρα προείχε η οργάνωση της υποχώρησης των στρατιωτών που πάλευαν εκεί κι έτσι γύρισα να βοηθήσω, όμως δεν μπόρεσα να κάνω και πολλά. Προτού προλάβω να σκοτώσω ή να σκοτωθώ, μια οβίδα με πολλή μπαρούτι έσκασε εκεί κοντά και διέλυσε οχυρώσεις και σκαλωσιές και τα κανόνια που είχαμε στήσει κοντά στην Πύλη που υπερασπιζόμασταν τόσες μέρες. Γλίτωσα από τα θραύσματα της οβίδας αλλά ένα μεγάλο καδρόνι έπεσε πάνω μου και με εξουδετέρωσε. Δεν με σκότωσε αλλά με ζάλισε και με έριξε κάτω αναίσθητο και εκτός μάχης. Πάνω μου και γύρω μου έπεσαν και άλλοι πολλοί. Μερικοί ήταν σκοτωμένοι και γεμάτοι αίματα, μερικοί ήταν πληγωμένοι ή αναίσθητοι. Και σαν να έφευγε από μέσα μου η ζωή, χάθηκε ολόκληρος ο κόσμος από τα μάτια μου που έκλεισαν λες και είχαν πια σιχαθεί και δεν ήθελαν άλλο να βλέπουν τη συμφορά…
Εκεί σταμάτησε για μένα η μάχη, εκεί γαλήνεψε το τοπίο και βυθίστηκα σε ένα κώμα που προφύλαξε τα μάτια και τα αυτιά μου από όσα είχαν να δουν και να ακούσουν από όταν ξεκίνησε μέχρι που τελείωσε το μακελειό της εισβολής, και της δήωσης της πόλης που έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: